Μας θυμάμαι από πολύ μικρά, στην παιδική μας ακόμα ηλικία, να συζητάμε με τους φίλους μας για θέματα που τώρα θεωρούμε τόσο χαζά. Η πιο «λογική» –για το παιδικό μυαλό μας– συζήτηση μετά από κινούμενα σχέδια ή κάτι που είδαμε στην τηλεόραση και μας τρόμαξε ήταν για τέρατα, εξωγήινους και κλόουν. Με τον καιρό, όμως, αποδείχθηκε πως δεν ήταν φανταστικά σενάρια και δεν ίσχυε η φράση της μαμάς: «Πήγαινε για ύπνο, όλα ήταν ψέμα, δεν υπάρχουν στα αλήθεια αυτά».

Τόσα χρόνια μετά, τώρα βλέπω τα πραγματικά τέρατα, σε ανθρώπινα βλέμματα. Κυκλοφορούν ανάμεσά μας κι έχουν μοναδικό σκοπό τους να σε εκμεταλλευτούν, να έρθουν, να φύγουν και να σε εξευτελίσουν συναισθηματικά, εννοείται -όπως ακριβώς ήθελες κι εσύ.

Πόσο διαφορετικά θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα αν, για παράδειγμα, αναλάμβανες τις ευθύνες σου. Μπορούσες να κάνεις μισό βήμα πίσω ή να παραδεχόσουν κάποιο λάθος σου, αν ήθελες να με κρατήσεις. Ακόμα πιο απλά, μπορούσες να κατεβάσεις το βλέμμα σου, λίγο πιο χαμηλά απ’ τον εγωισμό σου. Εκτόξευες απειλές, προσβολές, κήρυττες πόλεμο, αλλά μετά πάντα επέστρεφες στην ασφαλή κρυψώνα σου με το επιχείρημα «Δεν το εννοούσα», «Συγγνώμη, μπορώ να έχω ακόμα μία ευκαιρία;» κι άλλα τέτοια παζαρέματα.

Τελικά, ήταν όλα ένα χαμόγελο υποκρισίας, μια μάσκα. Δυστυχώς, το μόνο που απέμεινε να με πονά είναι οι υποσχέσεις σου. Τα σχέδιά μας για το μέλλον. Ήταν όλα τόσο ανισόρροπα, όμως, πάντα εγώ έβαζα νερό στο κρασί και των δύο μας.

Το θετικό όταν ήμασταν μικρά παιδιά ήταν ότι στα έργα, τουλάχιστον, φορούσαν τρομακτικές μάσκες, είχαν έντονα χρώματα, μεταφυσικά μάτια, περίεργη φωνή. Εσένα πώς μπορούσα να σε αντιληφθώ; Λαμπερό υποκριτικό χαμόγελο, ζεστές αγκαλιές του Ιούδα, ένας «μεσσίας» να με προστατέψει. Από τι; Απ’ το να ανοίξω τα μάτια μου και να μη ζω άλλο στην πλασματική πραγματικότητά σου;

Φοβάμαι πλέον την παρουσία σου. Δεν είμαι ο κριτής σου, αλλά από κάποιο σημείο και μετά πιστεύω πως όποιος σου την έκανε θα σου την ξανακάνει, γιατί πολύ απλά ήταν όλα επαναλαμβανόμενες επιλογές σου κι όχι απλά λάθη από άγνοια. Ήξερες τι έκανες και μάλιστα εσύ το επέλεξες, γι’ αυτό δε σου δίνω το δικαίωμα τώρα να έρχεσαι να ζητάς τα ρέστα.

Μετά από αυτές τις συζητήσεις για εσένα, κατάλαβα πως άρχισε να με φοβίζει πολύ περισσότερο το φως απ’ το σκοτάδι.  Το φως, το πρωινό, εκείνο που χαράζει ο ήλιος στις έξι το πρωί και με ξυπνά. Εκεί που αντικρίζω την πραγματικότητα κατάματα κι έχω να αντιμετωπίσω λόγια χωρίς επιχειρήματα, πράξεις χωρίς κότσια, βήματα χωρίς πραγματική ανάγκη.

Ο ήλιος με ξύπνησε πάλι και μέσα μου το ένιωθα ότι θα ξημέρωνε μια μέρα που δε θα ξανακοιταζόμασταν κι όλα αυτά επειδή εκμεταλλεύτηκες τη σημαντικότητά σου για μένα. Ακόμα μια ύπουλη μάσκα αποχώρησε απ’ τη σκηνή. Είχες βάλει την τελεία κι ολοκληρώνω με παύλα αυτή την όμορφη ιστορία.  Ίσως να άργησα να το καταλάβω, όμως, τελικά, ήσουν απλά ένα βλέμμα απρόσωπο, τίποτα περισσότερο.

Συντάκτης: Δημητριάνα Μπόσκοβικ
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη