Αποκαλύπτεται η Νατάσα.

Ούτε που κατάλαβα πώς έγινε πρωταγωνιστής στις φαντασιώσεις μου. Πάντα είχα μια αδυναμία στους μεγαλύτερους άντρες, αλλά πρώτη φορά με κάβλwνε το αφεντικό μου.

Στην αρχή νόμιζα ότι είναι μια φάση που θα περάσει. Τον παρατηρούσα στη δουλειά και τα βράδια που γυρνούσα σπίτι μου τελείωνα για εκείνον. Έμπαινα για μπάνιο κι έχuνa με το τηλέφωνο, τον φανταζόμουν από πάνω μου και το χέρι μου έπαιρνε φωτιά. Πέρασαν δυο τρεις μήνες μ’ εκείνον να μου έχει γίνει έμμονη ιδέα, να μην μπορώ να κοιμηθώ αν δεν τον σκεφτώ μέσα μου.

Κάθε φορά που έμπαινε στο γραφείο μου άλλαζα νευρικά σταυροπόδι μπας και καταφέρω να κρύψω το τρέμουλο των ποδιών μου. Παρέλυα σχεδόν ολόκληρη όποτε τύχαινε να μείνουμε οι δυο μας, η αναπνοή μου κοβόταν, ένα βασ@νιστήριο που παρακαλούσα να μην τελειώσει.

Κι ενώ στην αρχή δεν ένιωθα κάποια αντίδραση από μεριάς του, όσο περνούσαν οι μέρες έπιανα έναν ηλεκτρισμό στην ατμόσφαιρα. Πήγαινα να του παραδώσω φακέλους και το χέρι του έμενε λίγο παραπάνω πάνω στο δικό μου, δυο τρεις φορές άγγιζε τη μέση μου στιγμιαία την ώρα που περνούσε από κοντά μου. Δεν παίζει να μην ήταν αμφίδρομο όλο αυτό, το ‘νιωθα γaμώτo.

Ένα απόγευμα έκατσα επίτηδες παραπάνω στο γραφείο, ως το κλείσιμο. Είχα πράγματα να κάνω, αλλά αδυνατούσα να συγκεντρωθώ. Με φανταζόμουν γονατισμένη κάτω απ’ το γραφείο του, να τον βάζω ολόκληρο στο στόμα μου κι αυτός να προσπαθεί να συνεχίσει τη δουλειά του. Να κάνω ό,τι μπορώ για να xύσeι στο στόμα μου κι αυτός να σκληραίνει, να τρέμει, αλλά να προσπαθεί να συγκεντρωθεί. Η ώρα είχε περάσει κι αποφάσισα να περάσω απ’ το γραφείο του, ήμουν ήδη εκστασιασμένη.

Μπήκα μέσα, με κοίταξε απορημένα αλλά δε ρώτησε τίποτα. Δεν υπήρχε λόγος να εξηγήσω κάτι, ήξερε και ήξερα. Έκατσα πάνω του με τα πόδια ανοιχτά  και πριν ξεκινήσω να τρίβομαι ήταν ήδη κaβλwμένος. Τον φίλησα στο λαιμό και βόγκηξα δυνατά όταν με έπιασε απ΄τη μέση και με κόλλησε πάνω του. Ήμουν τόσο ερεθισμένη που μπορούσα να τελειώσω και με το τρίψιμο. Έβαλε τα δάχτυλά του στο στόμα μου και ξεκίνησα να τα γλείφw αχόρταγα.

«Πάρε με στο γραφείο» του λέω και με σήκωσε βιαστικά απ’ την καρέκλα. Τα χέρια μου ψάχνουν άτσαλα το φερμουάρ του παντελονιού του κι αυτός μου έχει ήδη σηκώσει τη φούστα. Κάνει στην άκρη το eσώροuχό μου και μπαίνει μέσα μου γρήγορα την ώρα που σφίγγω τα πόδια μου γύρω του. Μπαινοβγαίνει μέσα μου άγρια, χαοτικά, όπως ακριβώς το θέλω. Μετά από λίγη ώρα δε μου αρκεί, θέλω να εκτονωθεί πάνω μου.

Γελάω ειρωνικά, ξαφνιάζεται. «Μόνο τόσο μπορείς;» ρωτάω και με πιάνει απ’ το λαιμό. Με σφίγγει, τα πόδια μου τρέμουν από κάβλa, δεν μπορώ να με ελέγξω. Τον σπρώχνω πιο μέσα και τελειώνω δυνατά την ώρα που με χύνει. Ξέπνοοι, μένουμε ο ένας πάνω στον άλλο, ο ένας μέσα στον άλλο και προς στιγμήν χορτασμένοι. Λίγη ώρα μετά ντύνομαι βιαστικά κι εξαφανίζομαι χωρίς να πούμε κουβέντα.

Για τους επόμενους μήνες με έπαιρνε στο γραφείο του, στο δικό μου, στις τουαλέτες, στο ασανσέρ, ακόμα και στο πάργκινγκ της εταιρείας. Χωρίς λόγια, υποσχέσεις, αισθήματα, δεσίματα. Ακόμα κι όταν άρχισαν να ακούγονται διάφορα στο γραφείο για τη μεταξύ μας σχέση, δε σταμάτησα να τον προκαλώ. Μπορείς εσύ να κουμαντάρεις την κάβλa;

Μέχρι και τη στιγμή που παραιτήθηκα, 6 μήνες μετά, δεν έμαθα αν είχε κάποια σχέση, αν ήταν παντρεμένος, αν ήθελε κάτι παραπάνω. Δε ζήτησα καν το τηλέφωνό του. Δε μ’ ενδιέφερε. Ήθελε ό,τι κι εγώ και κάποιες φορές, αυτό είναι το μόνο που χρειάζεται να ξέρεις.