Το ένστικτο είναι μυστήριος συμβουλάτορας. Είναι εκείνος που μπορεί να μας πει τα πάντα και το τίποτα μαζί, εκείνος που ξέρει το καθετί και το ίδιο το κενό. Είναι παντογνώστης  και τις περισσότερες φορές σοφός-με γενειάδα και καλόκαρδο βλέμμα ή σέξι με ευστροφία και καλή πονηριά. Μας ψιθυρίζει σχόλια, συμβουλές, τακτικές αποφυγής, κι αν τύχει να ξέρει από μάγια, πετάει και κανένα, δυο ξόρκια στο μείγμα για να μας προστατεύσει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, για τον έναν ή τον άλλον λόγο. Γι’ αυτό άλλωστε ξέρουμε από το πρώτο κιόλας ραντεβού το αν μια ιστορία θα μας ταλαιπωρήσει ή όχι.

Γιατί ο σύμβουλός μας έχει τέτοια αναλυτική σκέψη και κριτική άποψη που ακόμα κι από την πρώτη συνάντηση γνωρίζει το κατά πόσο το άτομο απέναντί μας είναι κατάλληλο για εμάς. Το αν τα μυαλά μας επικοινωνούν συμβατά, το αν οι απόψεις μας κλίνουν σε ταιριαστές γωνίες, το αν οι δαίμονές μας μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά. Νιώθει το αν ο άλλος ζητά τα ίδια πράγματα από τη ζωή που ζητάμε κι εμείς. Αν απαιτεί και θέλει τα ίδια για τον εαυτό του, για τους γύρω του, για τον κόσμο τον ίδιο με όσα ζητά το δικό μας μυαλό και συναίσθημα. Ξέρει στην ουσία του το αν υπάρχει λόγος να συνεχίσουμε να βλεπόμαστε και ν’ αφήσουμε τον ενθουσιασμό να ξυπνήσει.

Η «παγίδα» τώρα μ’ αυτήν την πολύτιμη φωνή στο κεφάλι μας είναι πως δεν μας επιτάσσει στη θέλησή της, πως μας δίνει την επιλογή να την ακούσουμε ή να την αγνοήσουμε, ν’ ακολουθήσουμε το δρόμο που μας δείχνει ή να συνεχίσουμε στον δικό μας. Και συνήθως  επιλέγουμε το δεύτερο. Αυτό γιατί η ελπίδα κι η απελπισμένη ανάγκη για έρωτα που φέρνει η μοναξιά μας κάνουν να εθελοτυφλούμε και ν’ αγνοούμε τα σημάδια, εκείνες τις μικρές λάμψεις αλήθειας που ζητούν την προσοχή μας κάθε φορά που το ένστικτο παρατηρεί και κάτι νέο. Κάτι που αποδεικνύει ξανά πως η ιστορία μας με τον άνθρωπο που μιλάμε και χαμογελάμε θα μας ταλαιπωρήσει.

Όταν περιμένεις για πολύ καιρό κάτι, όταν έχεις χτυπήσει επανειλημμένα, όταν έχεις απογοητευτεί από τους ανθρώπους και τις σχέσεις  και ξαφνικά βγαίνεις  και συναντάς κάποιον που σου τραβά όμορφα το ενδιαφέρον, πώς μπορείς να μην αγνοήσεις την παράλογη αίσθηση μέσα σου που σου λέει το αντίθετο; Πώς γίνεται απλά να γυρίσεις το κεφάλι σε άλλη κατεύθυνση και  να ξεχάσεις ποιον γνώρισες απόψε; Όχι, φυσικά και δεν μπορείς, φυσικά και δεν τον ξεχνάς και φυσικά δεν απομακρύνεσαι. Μένεις και ξέρεις παράλληλα ότι δε θα είναι εύκολο ό,τι κι αν προκύψει, ότι κι αν γεννηθεί μέσα σας, ό,τι κι αν καταλήξετε να έχετε.

Και μένουμε και προσωρινά αδιαφορούμε για το μέλλον. Προσωρινά αφήνουμε τον ενθουσιασμό να ψηλώσει, τα συναισθήματα να γεννηθούν, την ελπίδα να φουντώσει και την καρδιά να σκιρτήσει. Προσωρινά, αγνοούμε τις λάμψεις φωτός, τις ενδείξεις πως ίσως μόλις σκάσει η φούσκα του ενθουσιασμού και του πρώτου καιρού, βρεθούμε αντιμέτωποι με όλα όσα αρνούμασταν να δούμε, να αποδεχτούμε και να αντιμετωπίσουμε.

Ή προσωρινά αφήνουμε τις επικείμενες δυσκολίες στο πλάι να μην ενοχλούν τη θέα του τωρινού τριγύρω μας. Γιατί ναι μεν ξέρουμε πως θα είναι δύσκολα, ναι μεν διαλέξαμε να υποστούμε καβγάδες, σύγχυση, εντάσεις γιατί τα υπόλοιπα μας αρέσουν αρκετά για να υπομείνουμε τα δύσκολα, μα στην αρχή, εκείνο το πρώτο βράδυ που όλα αποκαλύπτονται, όλες οι μελλοντικές δυσκολίες μπορούν να πάνε στα κομμάτια.

Γιατί μπορεί το ένστικτο να έχει προειδοποιήσει, να μας έχει ενημερώσει για τις διαφορές και τις πιθανότητες, μπορεί να έχουμε ακούσει το καμπανάκι του, αλλά ν’ αποφασίσουμε πως γουστάρουμε τα δύσκολα και δε μας νοιάζει να παιδευτούμε και να ταλαιπωρηθούμε για τον συγκεκριμένο άνθρωπο. Γιατί όπως θα έλεγε κι ένας γόης με κλείσιμο ματιού, «Κάποιοι άνθρωποι αξίζουν την ταλαιπωρία».

 

Συντάκτης: Μαρία Α. Καρμίρη
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή