Ε λοιπόν, ένα απ’ τα πιο περίεργα πράγματα που έχω ακούσει ποτέ στη ζωή μου, είναι τη γιαγιά μου να μιλάει για το αγαπημένο της παιχνίδι.  Ήταν λέει ένα ξύλο, μακρόστενο που στο κάτω μέρος του δημιουργούσε ένα άνοιγμα που σχημάτιζε, αφηρημένα, δυο πόδια. Ένα οριζόντιο ξυλαράκι δεμένο στο πάνω μέρος της αρχικής κατασκευής, υποδείκνυε τα χέρια, ενώ για πρόσωπο είχε τοποθετηθεί ένα κομμάτι βαμβάκι καλυμμένο με ύφασμα. Αυτή ήταν η αγαπημένη κούκλα της γιαγιάς μου, που την κουβαλούσε μαζί της μέρα-νύχτα, σχολείο, χωράφι και μετά σπίτι.

Πόσα περίεργα πράγματα συμβαίνουν στην παραπάνω παράγραφο.  Να αφήσω έξω αρχικά, το κομμάτι του ότι η ζωή της γιαγιάς μου, στα πέντε της χρόνια συμπεριλάμβανε την εξωσχολική δραστηριότητα «χωράφι» κι εμείς γκρινιάζουμε που καμιά φορά απλώνουμε τα ρούχα. Αλλά ας μην σταθώ εκεί.  Η τύπισσα είχε για περίπου δέκα χρόνια το ίδιο παιχνίδι. Όχι, δε χαλούσε κι έφτιαχνε μετά παρόμοιο, ούτε είχε κι άλλα δέκα που ήταν κάτι παρεμφερές. Ήταν ένα, σταθερό κι ίδιο για δέκα χρόνια, με τη διαφορά ότι καμιά φορά άλλαζε το ξύλο επειδή έσπαγε, ή τα μάτια επειδή τα κουμπιά ξηλώνονταν.

Είχε το ίδιο παιχνίδι κι ήταν πραγματικά καλά με αυτό, γιατί το αγαπούσε. Ήταν η συντροφιά της όταν φοβόταν ή όταν ήταν πραγματικά χαρούμενη, η παρέα της στην αναμονή, ένας μόνιμος φίλος για να ακούει τα μυστικά της. Κι όλα αυτά με δυο κομμάτια ξύλο και λίγο πανί. Κι εκεί, την πρώτη φορά που άκουσα αυτήν την ιστορία, ήταν που με χτύπησε.

Εγώ δεν έχω δεθεί ποτέ με αντικείμενο έτσι στη ζωή μου και θεωρούσα τον εαυτό μου τυχερό γιατί κατάφερα να βγω από το υλιστικό τριπάκι που σε βάζει η αγορά παιχνιδιών. Μα εν τέλει κατάλαβα ότι εκεί ακριβώς ποντάρουν. Στην ανικανότητά μας να μείνουμε με ένα πράγμα στα χέρια μας, ενώ έχει βγει στην αγορά κάτι καλύτερο, γρηγορότερο, πιο όμορφο εμφανισιακά και πιο καινούριο. Οπότε φρόντισαν απλά, να βγάζουν κάθε τρεις και δυο ένα καινούριο προϊόν που να πληροί τις προδιαγραφές , το έχωσαν σε ένα πολύχρωμο τεράστιο κουτί με νέον γράμματα απ’ έξω και περίμεναν.

Κι εμείς τυφλωμένοι απ’ την ευκολία που έδειχναν τα πράγματα ως προς το να τα αποκτήσεις, την ανικανότητα των γονιών μας να μας στερήσουν το οτιδήποτε γιατί εκείνοι στερήθηκαν πολλά και τη δική μας προσωπική καταναλωτική μανία, αγοράζαμε το ένα παιχνίδι μετά το άλλο, που λίγο καιρό μετά το αφήναμε ξεχασμένο σε κάποιο ντουλάπι, γιατί  κάτι καινούριο θα ερχόταν να μας ενθουσιάσει.

Κι αυτή μας η νοοτροπία, πέρα από πράγματα και παιχνίδια, πέρασε αργότερα σαν γενικότερη αίσθηση στη ζωή μας, περιμένοντας κι απ’ τους ίδιους τους ανθρώπους να μας εντυπωσιάζουν συνεχώς με καινούριες δυνατότητες και συμπεριφορές, μέχρι να βρεθεί κάποιος άλλος στην πορεία κι ο ενθουσιασμός μας απλά να μεταφερθεί σε κάποιο άλλο πρόσωπο. Ξεχάσαμε να επενδύουμε, να ποντάρουμε στην επιδιόρθωση αντί για την αντικατάσταση, να επιμένουμε στο μικρό κομμάτι ξύλο.

Γιατί στην τελική, όσα παιχνίδια κι αν αγοράσεις στη ζωή σου, όσους ανθρώπους κι αν αλλάξεις για να βρεις αυτό που ψάχνεις, δε θα είσαι πραγματικά ευτυχισμένος μέχρι να επιλέξεις. Άλλωστε τα πράγματα κι οι άνθρωποι παίρνουν τα ονόματά τους, γιατί απλά έτυχε να τα επιλέξουν κάποιοι κάποτε. Άλλοι το λένε ένα μικρό κομμάτι ξύλο, κι άλλοι απλά συντροφιά. Οι  λέξεις είναι απλά συμβάσεις.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη