Υπάρχουν άνθρωποι που φοβούνται τα μπαλόνια και φυσικά γι’ αυτό δεν ευθύνεται καμία ταινία του «Ιt». Ίσως φταίει το ότι σκάνε απότομα, όπως ακριβώς κι η αλήθεια. Με τρόπο ξαφνικό και θορυβώδη. Ή το ότι άπαξ και τα αφήσεις απ’ το χέρι σου το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τα παρακολουθήσεις να φεύγουν, σε μία διαδρομή όπου το όνομά σου υπήρξε ένας σταθμός ονόματι «όπου φύγει, φύγει».

Πολλοί θα το βάφτιζαν δειλία, άλλοι εύκολη παραίτηση, εγώ θα το έλεγα οικειοθελή αποχώρηση. Αν ακούγεται πολύ Survivor, πράγματι περί κάτι τέτοιου πρόκειται. Μόνο που τώρα δεν είμαστε σε μία εξωτική παραλία στον Άγιο Δομίνικο, αλλά στην παγωμένη φυλακή του μέσα σου, απ’ την οποία δεν έφυγαν επειδή δε ζήτησες να μείνουν, αλλά επειδή ζήτησες να στριμωχτούν στα σωθικά σου, πλάι στα φαντάσματα του παρελθόντος σου.

Είναι άνθρωποι που σου χαρίστηκαν απ’ το big boss αυτού του διαστροφικού σύμπαντος, ενώ εσύ καθόσουν σαν μικρό παιδί τιμωρία στα σκαλοπάτια ενός αδικοχαμένου έρωτα, με σκοπό να γελάσει και λίγο το χειλάκι σου. Κι εσύ όχι μόνο δε γέλασες, αλλά αντί να πεις κι «ευχαριστώ», έμεινες να κοιτάζεις με απορία.

Ήρθαν χωρίς να το ζητήσεις, διατεθειμένοι να σου χαρίσουν τον χρόνο τους, αρκεί να τους δώσεις την ευκαιρία κι εσύ το μοναδικό που έβλεπες σε αυτήν την κίνηση αντί για θάρρος, ήταν θράσος. Και ξέρεις γιατί; Γιατί θέλεις να μένει ό,τι επιλέγεις κι όχι ό,τι σε επιλέγει.

Έχει να κάνει περισσότερο με την τάση του ανθρώπινου είδους, ίσως κι απαίτηση, να ελέγχει τα πράγματα -ενίοτε και να τα σκηνοθετεί. Και πράγματι είναι πάντα στο χέρι μας να εγκρίνουμε την είσοδο κάποιου στη ζωή μας, αλλά ποτέ να ελέγξουμε ποιοι έρχονται, έστω ως περαστικοί. Κι αν κάποιος απ’ τους νεοεισερχόμενους μας φανεί βαρύς για τα γούστα μας τον ξερνάμε προτού καν τον δοκιμάσουμε. Γίνεται.

Οι απρόσκλητοι της ιστορίας σου, που αποτέλεσαν εντέλει τα πιο καθοριστικά κεφάλαιά της, διαφέρουν απ’ τους υπόλοιπους, αφού δεν ήρθαν για να σου αραδιάσουν ένα σωρό ουτοπικές μαλακίες μέσα από χιλιοειπωμένους μονολόγους, που αν και τάχα απομυθοποίησες, είναι όπως το «Δύο ξένοι»: δεν κουράζεσαι ποτέ να τους παρακολουθείς σε επανάληψη.

Ύστερα, σου είπαν πως οι επιλογές είναι δύο, είτε να δέσεις το μπαλόνι στον καρπό σου και να πορευτείτε παρέα έως ότου λυθεί ο κόμπος, είτε να κάνεις μια ευχή και να το αφήσεις να περιπλανηθεί ελεύθερο στον ουρανό. Δε θέλει κι ερώτημα! Φυσικά κι επέλεξες το δεύτερο. Τα μπαλόνια ολάκερου του κόσμου θα θυσίαζες εις χάριν της ευχής που θα σου έφερνε ό,τι η πραγματικότητα σου στέρησε.

Δεν επέτρεψες να εξελιχθεί αυτή η ιστορία και πώς θα μπορούσες άλλωστε, αφού είχες φορέσει επιδεικτικά την υπόσχεση κάποιου επιτήδειου κοτζάμ μονόπετρο απ’ το πρώτο «χάρηκα». Επέλεξες να πορευτείς μοναχικά ελπίζοντας πως το επόμενο χέρι που θα σου απλωνόταν για να το πιάσεις θα ήταν εκείνο που ένα βράδυ σε χαστούκισε τόσο δυνατά που ακόμη νιώθεις την παλάμη αυτή να καίει στο πρόσωπό σου.

Ένιωσες αδύναμος και μικροσκοπικός, ανήμπορος να επωμιστείς το βάρος του να σου δίνει κάποιος ευκαιρία, ζητώντας μονάχα ως αντάλλαγμα να την ξεχρεώσεις με το ίδιο ακριβώς νόμισμα: Τη δική σου ευκαιρία. Έτσι, αντί να αναγεννηθείς απ’ τις στάχτες σου, προτίμησες να τις σκορπίσεις στο άδειο κενό και να σχηματίζεις με αυτές σκιές από παρουσίες που επέλεξαν να είναι απουσίες.

Παρ’ όλα αυτά ξινίζεις ακόμη τα μούτρα σου όταν αναγκάζεσαι, για το τυπικό της διαδικασίας, να δηλώνεις σε κάθε γνωριμία «single», αφού γνωρίζεις πως είσαι ψυχή τε και σώματι δεσμευμένος με την πιο βάναυση αφέντρα: Την υπόσχεση. Ένα στοιχειό αδίστακτο που ούτε ξορκίζεται ούτε ξεχνιέται.

Κι όλα αυτά επειδή τα κατάφερε γι’ ακόμη μια φορά! Σε έπεισε πως στάθηκες τυχερός που είχες την ανέλπιστη τύχη να βιώσεις αυτόν τον κινηματογραφικό έρωτα «θαύμα», ώστε να ελπίζεις τώρα σε ένα ακόμη μεγαλύτερο θαύμα, αυτό της επιστροφής. Όχι, δεν αναφέρομαι στον εκάστοτε σύντροφο, αλλά στον εαυτό σου. Αυτόν που σε ώθησε σε μία εξουθενωτική κι ατέρμονη πάλη με το ρολόι, κατά την οποία ακόμη κι αν το έβγαζες νοκ άουτ, θα κατάφερνες μονάχα να σταματήσεις τους δείκτες κι όχι να τους στρέψεις προς τα πίσω.

Σίγουρα το να δίνεις υποσχέσεις, επειδή απλά μπορείς να το κάνεις, δεν είναι ούτε τίμιο ούτε δίκαιο. Είναι δέσμευση. Είναι η δική σου προσωπική υπογραφή κι όχι σε κάνα ρημαδόχαρτο, αλλά σε ανθρώπινη μνήμη. Αυτή δεν καίγεται ούτε ανακυκλώνεται. Θα σε περιμένει επ’ αορίστου να της επιβεβαιώσεις πως παρέμεινες πιστός στον όρκο που κάνατε κάποτε σε έναν δικό σας Θεό.

Αν κάποιος απέμεινε να στήσουμε τώρα πια στον τοίχο αυτή είναι η μικρή γλωσσοκοπάνα που κρύβεται οχυρωμένη αριστερά και κάτω απ’ το στήθος σου, η καρδιά σου. Αυτή που είναι τόσο πεινασμένη, ώστε η κάθε υπόσχεση να φαντάζει ένα ιδανικό χορταστικό γεύμα.

Ο δεσμός που σε συνδέει με αυτούς που άφησες να φύγουν είναι μεγαλύτερος από αυτόν που δημιούργησες με όσους θα ήθελες να είχαν μείνει. Ήσουν ένα μάθημα ζωής γι’ αυτούς τους ανθρώπους, όπως κι εκείνοι για εσένα. Εσύ τους έμαθες ότι το ενδιαφέρον κοστίζει. Κι εκείνοι, απ’ την άλλη, σου έμαθαν ότι το ενδιαφέρον τελικά είναι συναίσθημα. Ίσως τελικά το ανώτατο.

Δεν ξέρω αν μετάνιωσες. Αν τώρα πια σε βαραίνουν οι επιλογές, τα λάθη και οι επιθυμίες σου. Την προσωπική αλήθεια του καθένα μπορεί να την αντέξει μόνο αυτός που του ανήκει. Ίσως κι ακόμη ένας. Ο καθρέφτης.

Αν κοιτάξεις προσεκτικά σε αυτόν θα δεις με ευκολία πως είσαι ό,τι άφησες να φύγει για να γίνεις ό,τι θα ήθελες να είχε μείνει. Κάν’ το κι ύστερα πες.

Τελικά, άξιζε τον κόπο;

Συντάκτης: Σοφία Μιχοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη