Τέσσερις το χάραμα. Ο καπνός και το ποτό σε ‘χουν ζαλίσει κι εσύ εκεί να αναλώνεσαι σε ανούσια φλερτ μονάχα για να νικήσεις ένα ακόμη απόψε. Και κάπου εκεί παίζει ένα καψουροτράγουδο, που σε στέλνει βίαια εκεί που μόνο μες στο μεθύσι σου θα τολμούσες να επιστρέψεις. Εκεί που πίστεψες, εκεί που πάλεψες, εκεί που ένιωσες. Εκεί που θα έδινες τα πάντα για να βρισκόσουν ψυχή τε και σώματι, έστω για μία στιγμή, να αναζητάς μάταια μέσα σε καμένα όνειρα και συναισθήματα κάτι ν’ αναστήσεις.

Πέρασε καιρός από όταν αναπόφευκτα χωρίστηκαν οι δρόμοι σας. Αρκετός για να προχωρήσετε, αλλά όχι για να ξεχάσετε. Τον θυμάσαι ακόμα την ημέρα του αντίο να σου λέει φορώντας το πιο επώδυνα όμορφο χαμόγελό του πως «Για κάποιο λόγο ‘γιναν όλα», ενώ η καρδιά σου ύψωνε πελώρια τείχη αρνούμενη να αποδεχτεί πως πράγματι έτσι ήταν. Πως έπρεπε να στερηθείς τη φωνή του, τα μάτια του, το «πάντα» σου. Πως έπρεπε να λεηλατηθεί ολόκληρη η ύπαρξή σου και να γυρίσει η κοσμοθεωρία σου τούμπα για ένα αναθεματισμένο meant to be.

Κι ακόμη παλεύεις να το αποδεχτείς, ακουμπώντας στον πάγκο ενός μπαρ, βασανίζοντας συκώτι και καρδιά, κοιτάζοντας εμμονικά τον πάτο ενός ποτηριού που ποτέ δε θα έχει να σου δώσει την απάντηση που αποζητάς. Αυτόν τον γαμημένο κάποιο λόγο.

Όχι, ούτε να το σκέφτεσαι. Γιατί να πας τον βρεις; Ξέρεις πως ούτε εκείνος θα έχει να σου δώσει κάποια απάντηση. Ίσως κάθε σου ερώτημα να εξανεμίζονταν μονάχα αν σε άφηνε να μπεις μέσα. Να ξεθώριαζε κάθε σου «γιατί» στην εικόνα εκείνης να κοιμάται στη μεριά σου. Εκείνης, που πια έχει την τύχη κι ευλογία να αποκοιμάται με τον παλμό της καρδιάς του να σφυροκοπά στην παλάμη της.

Και τότε εσύ πάλι θα έπρεπε να βρεις ψίχουλα αξιοπρέπειας για να φύγεις με το κεφάλι ψηλά, περήφανη που εσύ δε χρειάστηκες να βάλεις κάποιον άλλο στο κρεβάτι σου για να τον ξεπεράσεις. Αλλά αυτή τη φορά η καρδιά σου δε θα κατάφερνε να προστάξει το μυαλό και το κορμί σου. Βήμα δε θα μπορούσες να κάνεις. Αντιθέτως, θα παρέμενες εκεί, στο παγωμένο σύμπαν σου, ευχόμενη αυτό το χέρι που σε πήρε τότε μακριά του να επέμβει ξανά για να κάνει ακριβώς το ίδιο. Θα στεκόσουν μπροστά του, νιώθοντας πιο μικρή και αβοήθητη από κάθε άλλη φορά, να παλεύεις σιωπηλά να κρατήσεις τα κομμάτια σου ενωμένα κι ας γνώριζες πως ο εαυτός σου ήταν από καιρό κομμένος στα δύο.

Απ’ τη μία, το κομμάτι σου που τον αγάπησε να θέλει απεγνωσμένα να χωθεί στην αγκαλιά του όπως τότε, αναζητώντας δέκα αναθεματισμένα δευτερόλεπτα λύτρωσης. Κι απ’ την άλλη, το ολοσχερώς κατεστραμμένο κομμάτι σου να τον κοιτάζει και να βλέπει μονάχα τον χρόνο που έχασε.

Μεταξύ μας, ίσως να μην τολμούσες καν να τον κοιτάξεις, φοβούμενη να αντικρίσεις τη μοναδική αλήθεια που είχε πια να σου προσφέρει. Την πραγματικότητα.

Πίνεις μονοκοπανιά και την τελευταία γουλιά απ’ το ποτό σου και πιάνεις αποφασιστικά το κινητό. Η ώρα είναι ήδη πέντε. Πάλι δεν μπόρεσες να γυρίσεις τους δείκτες προς τα πίσω, ούτε και να τους σταματήσεις απ’ το να γυρνάνε βασανιστικά γρήγορα. Έτσι είναι. Για κάποιο λόγο το ρολόι θα πηγαίνει πάντα μπροστά και το ίδιο απαιτεί κι από σένα.

-«Πάμε σπίτι, είναι αργά», είπε αυστηρά η κολλητή σου παίρνοντας βίαια το κινητό απ’ τα χέρια σου.

-«Κι αν δεν είναι;», ρώτησες κι ας μην ακούστηκες ποτέ.

Συντάκτης: Σοφία Μιχοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη