Έχεις αναρωτηθεί ποτέ με πόσα ζευγάρια ματιών διασταυρώνεται το βλέμμα σου κάθε μέρα, χωρίς καν να το παίρνεις είδηση; Τόσοι άγνωστοι, τόσα διαφορετικά μάτια, ανάμεσα στα οποία τρέμεις υποσυνείδητα πως ίσως να ξεχωρίσεις ξανά μονάχα δύο. Εκείνα που θα αναγνώριζες ανάμεσα σε χιλιάδες. Τα μάτια του πιο δικού σου γνωστού αγνώστου. Εκείνου.

Συνήθως οι άνθρωποι που ανήκουν στη κατηγορία «εκείνος» κι «εκείνη» είναι άνθρωποι που ήταν εκτός προγράμματος. Ήρθαν σε χώρο και σε χρόνο μη αναμενόμενο για να καταρρίψουν την κοσμοθεωρία σου βάζοντάς σε σε μία τροχιά που έπρεπε από καιρό να ήσουν.

Πρόκειται για ανθρώπους που σε άγγιξαν απ’ το πρώτο βλέμμα, χωρίς καν ένα χάδι κι αυτό το άγγιγμα είναι μακράν το χειρότερο, αφού όποτε κι αν κλείσεις τα μάτια σου θα είναι πίσω από αυτά. Σε καθετί, στον καθένα.

Έπειτα κάτι πήγε στραβά. Δυστυχώς, πρωτοτυπήσαμεν! Δεν έχει σημασία τι ήταν αυτό. Άλλωστε, αν σε κάτι εστιάζαμε ανέκαθεν αυτό ήταν η κατάληξη την οποία συνόδευε το ίδιο κακοπαιγμένο έργο, κατά το οποίο πάλευες να ισορροπήσεις ξανά στον κόσμο σου έπειτα απ’ την ανεπανόρθωτη τούμπα σου, όταν στη πραγματικότητα αυτό που ζητούσες ήταν ακόμη μία.

Δε γίνατε ξένοι από ανάγκη, αλλά από επιλογή. Και το τίμημα αυτής της επιλογής το πληρώσατε εξίσου με ρόλο πρωταγωνιστών σε ένα «παρακάτω» πιο καλοστημένο κι απ’ το φινάλε σας.

Αυτό που κάνει αυτούς τους ανθρώπους να διαφέρουν είναι πως δεν άνοιξαν κάποιον συγκεκριμένο διακόπτη, τον οποίο τώρα πασχίζεις να κλείσεις. Άνοιξαν με το έτσι θέλω κάθε σου διακόπτη καλωσορίζοντάς σε σε μία πραγματικότητα απ’ την οποία δε θα έβρισκες ποτέ πια την έξοδο.

Όσοι ήξεραν σιώπησαν κι όσοι δεν ήξεραν δεν έμαθαν ποτέ. Κι αν ατυχώς τόλμησες να αναφερθείς σε κάποια συζήτηση σε αυτόν τον άνθρωπο, οι αντωνυμίες «εκείνος» κι «εκείνη» πρόδωσαν όσα ήλπιζες μάταια να κρύψεις.

Εκείνη που βλέπεις παντού, σε καθετί, σε καθεμία, αλλά ποτέ εκείνην αυτή καθαυτή. Εκείνη που ακόμη και τώρα θα έκαιγες τον κόσμο ολόκληρο για να της αποδείξεις πόσο λάθος κάνατε που δεν εμπιστευτήκατε τις πιθανότητες.

Εκείνος που όταν έρθει η στιγμή να σου τηλεφωνήσει μεσάνυχτα, θα τρέξεις με τρεμάμενα πόδια και κομμένη την ανάσα για να πας να τον βρεις κι αυτό όχι για να του ζητήσεις εξηγήσεις, αλλά για να κρυφτείς στην αγκαλιά του σαν μικρό παιδί και να σωπάσεις μέσα στ’ αναφιλητά σου κάθε ερωτηματικό.

Εκείνη που όσο κι αν προσπάθησες να μείνεις μακριά της, το σύμπαν ανέκαθεν την πετούσε μπροστά σου με τον πιο ύπουλο τρόπο, σαν να σου έλεγε ειρωνικά «για να μην ξεχνιόμαστε».

Εκείνος που η σκέψη του πέρα από ανατριχίλ σου φέρνει την πικρία μιας γλυκιάς ανάμνησης. Σπουδαίο πράγμα η γλυκιά ανάμνηση. Και μένει σπάνια, ακριβώς επειδή προέρχεται από σπάνιους ανθρώπους. Εκείνους τους εκείνους.

Όλοι φτάσαμε στην πόρτα τους. Όλοι αγγίξαμε με τα ακροδάχτυλά μας ένα κουδούνι που τελικά δεν πατήθηκε ποτέ. Πολλοί θα το έλεγαν δειλία, όταν, όμως, έχουν ήδη μιλήσει τα συναισθήματα, τι παραπάνω θα μπορούσε να κάνει μια λέξη; Βλέπεις, σε αυτήν την περίπτωση δεν αρκεί να θέλεις κάτι πολύ, ώστε να συνωμοτήσει το σύμπαν για να το έχεις. Πρέπει να το θέλει εξίσου κι η άλλη πλευρά.

Έκτοτε το όνομά τους δεν ειπώθηκε ποτέ ξανά. Μπήκε στο mute μαζί με ένα σωρό συναισθήματα που έπιασαν τόπο μονάχα σε διαγραμμένες πια συνομιλίες και μερικά «η κλήση σας προωθείται».

Δεν ειπώθηκε από φόβο μήπως και το άκουγε κάποια υπέρτατη δύναμη και σας έβαζε μαγικά στην ίδια ευθεία, αφού ήξερες πως το να ξαναβρεθείτε θα ήταν χειρότερο κι από βιβλική καταστροφή. Μα περισσότερο έτρεμες μην και το ακούσει αυτή η ρημάδα η καρδιά σου και ξαναβιώσει την ανελέητη πολιορκία που υπέστη και τότε.

Κι όσες φορές κι αν τόλμησες παρακινδυνευμένα να εισβάλεις σε μαγαζιά που ήξερες ότι συχνάζει, δεν το έκανες με την ελπίδα να ιδωθείτε και να διορθωθούν όσα μαζί δεν καταφέρατε τότε να διορθώσετε, αλλά για να πάρεις λίγο απ’ τον αέρα που αποπνέει στην ατμόσφαιρα. Μία δόση από αυτόν τον αέρα είναι πάντα αρκετή για να σε κάνει να πιστέψεις ακόμη και στα μεγαλύτερα θαύματα.

Συνήθως τα σημάδια που σου αφήνουν αυτοί οι άνθρωποι είναι περισσότερα απ’ τις στιγμές που σου χάρισαν. Μα εσύ αγαπάς το κάθε σημάδι σου κι έμαθες να ζεις με αυτά, γιατί είναι η μοναδική απόδειξη πως πράγματι κάποτε πέρασε απ’ τη ζωή σου.

Όλοι έχουμε έναν «εκείνο» ή μία «εκείνη». Τον δικό μου «εκείνο» τον λένε Κυριάκο. Κι αν με θάρρος πια μπορώ να το πω, το κάνω γιατί είναι παράλογο να φοβάσαι να μην ακούσει η καρδιά σου το όνομα ενός ανθρώπου, που όποιος γνωρίζει εσένα ξέρει και πως είναι ανεξίτηλα γραμμένο μέσα σου. Εκεί κάτω που δεν τολμάς ούτε εσύ να κοιτάξεις.

Ευλογία και κατάρα να έχεις έναν τέτοιο άνθρωπο. Ευλογία, διότι ήσουν από αυτούς που όχι απλά είδαν το διαφορετικό, αλλά το ξεχώρισαν κιόλας. Κατάρα, γιατί όσο μάταια κι αν ψάξεις δεν πρόκειται να το ξαναβρείς.

Πάντα θα είσαι εκεί για εκείνον. Πάντα θα είσαι εκεί για εκείνη. Δεν μπορείς κι αλλιώς. Γι’ αυτό αν απέμεινε κάτι να πεις, να το πεις. Δεν το χρωστάς σε εκείνους, αλλά σε εσένα.

Είναι πολύ απλά τα πράγματα, αρκεί να μην τα κάνεις δύσκολα. Ένα τηλεφώνημα είναι, τι περιμένεις;

Συντάκτης: Σοφία Μιχοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη