Οι τυφλοί, έχοντας ανεπτυγμένη την αίσθηση της όσφρησης, προσπαθούν σαν εκπαιδευμένα κυνηγόσκυλα να συλλάβουν μυρωδιές και να χτίσουν μ’ αυτές τις δικές τους εικόνες. Αυτό ακριβώς είσαι κι εσύ στον έρωτα. Ένας τυφλός που αναζητάει με πυξίδα τη μύτη τον συμβατό δότη που θα τον κάνει να δει με τα μάτια του οτιδήποτε έως τώρα αδυνατούσε.

Μα εν αρχή είν’ η καρδιά θα μου πεις. Αλίμονο που δε θα εμπλέκονταν κι εδώ οι μεγάλες δυνάμεις, θα σου πω! Αυτή η έρμη, λοιπόν, θα ανοίξει τις πύλες της για να υποδεχθεί τον εκάστοτε υποψήφιο, αλλά θα κατεβάσει τις δικλίδες ασφαλείας της στην πρώτη αγκαλιά.

Σε αυτήν την αναθεματισμένη στιγμή όπου το σύμπαν παγώνει κι εκτοξεύεστε κι οι δυο σε έναν πλανήτη όπου η μοναδική απόδειξη ύπαρξης ζωής είναι ο παλμός που νιώθεις να σφυροκοπά στα χέρια σου. Και τότε, ενώ αισθάνεσαι στον κόσμο ένας κι έχεις κρυφτεί πλάι στον λαιμό του, το άρωμά του εισβάλει βίαια μέσα σου και κατοχυρώνεται πια ως η ταυτότητα αυτού του ανθρώπου στο φυλάκιο των αναμνήσεών σου.

Βλέπεις, ο κάθε άνθρωπος μπαίνει μέσα σου με τη μυρωδιά του. Μέχρι τότε βρίσκεται μονάχα στο μυαλό, στη ζωή και στο οπτικό σου πεδίο. Και δε λέω, καλοί κι οι καφέδες που τσιτώνουν στο μη περαιτέρω τα νεύρα μας, καλό και το τσιγαράκι που σαπίζει βίαια το μέσα μας, αλλά τι να συγκριθεί με μία μυρωδιά ολότελα δική σου;

Οι άνθρωποι είναι όπως ακριβώς και τα αρώματα: ο καθένας έχει τη δική του εσάνς. Φυσικά, δεν αναφέρομαι στη διαφήμιση του Axe, που αλίμονο κι αν δεν έχεις δει, ούτε στα ξενύχτια που τραγουδούσες χορεύοντας ξέφρενα «μες στα σεντόνια μυρίζει ακόμα η δικιά σου αντρική κολόνια». Δεν κάνει το άρωμα τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος το άρωμα. Και το άρωμα τον έρωτα. Κι ο έρωτας τους ανθρώπους. Κι οι άνθρωποι τις αναμνήσεις.

Ακόμη κι αν πίστεψες ότι πέταξες πια κλειδιά κι αντικλείδια σε έναν ωκεανό με απύθμενο κενό, έρχεται πάντα εκείνη η απευχόμενη στιγμή της ύστατης διάψευσης, όπου ανοίγουν οι ασκοί του Αιόλου και σαρώνουν το σύμπαν σου οι άνεμοι των αναμνήσεων. Αυτοί που κουβαλούν μνήμες από εποχές αλησμόνητες, που έφυγαν ανεπιστρεπτί και σου αφήνουν μία γεύση ξεχωριστή, γλυκιά κι όχι πικρή όπως νόμιζες αρχικά πως θα ήταν.

Τι κι αν περάσατε από θύελλες και τρικυμίες με εσένα να τον κατηγορείς αδιάκοπα για όλα τα στραβά του; Πάντα έρχεται η ώρα που κάτι στην ατμόσφαιρα σε κάνει να θυμηθείς και κάτι απ’ τα καλά αυτού του ανθρώπου. Γιατί, ναι, δεν τα ξέχασες. Δεν τα ξεχνάς.

Πώς θα μπορούσες να ξεχάσεις την αύρα που απέπνεε τη στιγμή που καθετί επάνω του σε προσέλκυε κι ας σου βροντοφώναζε πως θα σε καταστρέψει; Σαν το πιο ισχυρό ναρκωτικό. Μια μικρή δόση δεν αρκεί, όταν εξαρχής ζητάς τη μεγαλύτερη.

Δεν είναι, όμως, στη φύση του έρωτα να σε φυλακίζει σε εξαρτήσεις. Υπάρχει ένα ανώτερο συναίσθημα που σε οδηγεί εκεί, αποτελούμενο απ’ τις δύο μεγαλύτερες δυνάμεις: συνήθεια κι ανάγκη. Τώρα μιλάμε για μαστούρα. Άλλωστε, αυτό είμαστε τελικά: οι εξαρτήσεις μας. Και χειρότερη από αυτή της μυρωδιάς δε θα βρεις.

Η μυρωδιά είναι η πιο ζωντανή ανάμνηση κι ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του. Έχει τη δύναμη να σου δημιουργήσει συναισθήματα πικρίας, λαχτάρας, διέγερσης. Μπορεί να ξυπνήσει κάθε κρυμμένο μέσα σου ένστικτο, απ’ το πιο τρυφερό έως το πιο ζωώδες. Αν ορισμένοι επιλέγουν να αποτοξινωθούν από αυτήν, το μοναδικό πράγμα που δεν τους βλάπτει, είναι ακριβώς επειδή δεν τους βλάπτει.

Έτσι, οι ομορφότερες αναμνήσεις δε φτιάχνονται από χρήμα και λούσα, αλλά από χρώματα κι αρώματα! Σε έναν καμβά όπου τα χρώματα μπορεί να ξεθωριάσουν, αλλά μια πινελιά αρκεί για να ξαναζωντανέψουν εικόνες ολότελα δικές σας.

Ένα μεσημέρι βροχερό που έγινες μούσκεμα μέχρι να φτάσεις στο στέκι σας κι εκείνος σε περίμενε με μία καυτή κούπα καφέ, ενώ εσύ αναθεμάτιζες την τύχη σου τη χορεύτρια και παραπονιόσουν για το μαλλί που ίσιωνες τζάμπα επί μία ώρα.

Ένα απόγευμα δροσερό σε μια βεράντα με αιώρα κι ωραία θέα. Σου κάνει εντύπωση πώς δε βρίσκεσαι ακόμα σε εκείνη τη βεράντα να παίζεις με τα μαλλιά της κι αναρωτιέσαι, τι έφταιξε εντέλει; Η αιώρα που δεν άντεξε το βάρος του έρωτά σας ή εσείς που δεν αντέξατε ο ένας τον άλλον;

Ένα βράδυ ερωτικό που η νικοτίνη αναδευόταν απ’ τα ακροδάχτυλά του, ενώ χάραζαν γραμμές στο πρόσωπό σου κι η μυρωδιά του αλκοόλ συνόδευε τα χείλη του, κάθε που σου ψιθύριζε τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα!

Ένα ξημέρωμα μοναχικό που αυτά τα λόγια δεν ήταν πια τίποτα πέρα από ένας εφιάλτης που σε ξύπνησε και σε έκανε να κρατήσεις σφιχτά το μαξιλάρι της, που αν και δε φιλοξενεί πια το πρόσωπό της –που όσες φορές κι αν το κοίταξες ενώ κοιμόταν αναρωτήθηκες πόσο πιο γλυκιά είναι όταν δεν γκρινιάζει– δεν έπαψε στιγμή να φιλοξενεί τη δανεική παρουσία της∙ το άρωμά της.

Οι έρωτες είναι σαν τις εποχές: άλλη μυρωδιά, θερμοκρασία, διάθεση. Άλλοι στόχοι. Κάποιοι είναι σαν τον χειμώνα, ψυχροί και συννεφιασμένοι. Κάποιοι είναι σαν το καλοκαίρι, δροσεροί κι αέρινοι. Έτσι ακριβώς κι οι άνθρωποι.

Σίγουρα υπάρχουν κι εκείνοι που λες και γεννήθηκαν με μανταλάκι στη μύτη: δεν κυνηγούν το διαφορετικό, κάθε έρωτας για εκείνους φαντάζει ίδιος. Αν ανήκεις σε αυτούς, που δε δεσμεύτηκαν με καμία μυρωδιά, πόσο καλά έκανες!

Αν όχι, άνοιξε το παράθυρο. Πόσο όμορφα μυρίζει αυτή η πόλη τις νύχτες, ε; Λες και πλημμυρίζει ξαφνικά απ’ άκρη σ’ άκρη μνήμες κι έρωτα. Επικίνδυνος συνδυασμός, αλλά ό,τι απέμεινε να σας θυμίζει. Μυρωδιά με ονοματεπώνυμο. Η δική σας μυρωδιά, αυτή του έρωτά σας.

 

Συντάκτης: Σοφία Μιχοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη