Κάπως, κάπου, κάποτε, βρέθηκε κάποιος ειδήμων στις σχέσεις και διέδωσε τη φήμη πως μια σχέση επιβιώνει μονάχα όταν κρατάς μέσα σε αυτήν ζωντανό το μυστήριο και συνεπώς το ερωτικό ενδιαφέρον του άλλου. Έπειτα, βρεθήκαμε όλοι εμείς, οι άμαθοι ακόμη κι επιπόλαιοι στον έρωτα, κι είπαμε να ακολουθήσουμε τις οδηγίες προς ναυτιλομένους, με την πεποίθηση πως η δοκιμασμένη συνταγή πάντα πετυχαίνει.

Η περιβόητη συνταγή, λοιπόν, περιείχε κάτι απ’ το κρυφτό των δύο ημερών, την ιντριγκαδόρικη αναμονή πάνω από ένα βουβό κινητό, το χαριτωμένα βασανιστικό «διαβάστηκε» που γίνεται «πληκτρολογεί» μετά από μια ώρα, τα «σε σκέφτομαι» που δεν παίρνουν απάντηση «κι εγώ», τα «πάμε κι όπως μας βγει» που κρύβουν –σχεδόν πάντα– ένα «προσοχή, αδιέξοδο».

Φυσικά και δεν πτοούμαστε! Επιμένουμε στο να σηκώσουμε στο on έναν διακόπτη, που ξέρουμε με βεβαιότητα πως θα σηκωθεί μονάχα όταν ο άλλος το αποφασίσει. Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι αυτό είναι που μας πεισμώνει και μας εξιτάρει τελικά. Κυλάει στο αίμα μας ο μαζοχισμός, βρε παιδί μου! Δε θα μας ιντριγκάρει ο άνθρωπος που θα μας βροντοφωνάξει ταρακουνώντας μας «Σε θέλω!», αλλά αυτός που για να μάθουμε τι σκέφτεται, πόσο μάλλον τι αισθάνεται, θα πρέπει να κάνουμε τάμα στον Άγιο Φανούρη.

Και ρωτώ, πώς το μυστήριο μπορεί να αποτελέσει θεμέλιο για μια σχέση, όταν μέσω αυτού θολώνεις ακόμη και την πορεία της; Όταν ερωτεύεσαι θες να μάθεις για τον άλλον όλα όσα έχασες απ’ την έως τώρα –χωρίς εσένα– ζωή του, αλλά και τους σκοπούς του για εσένα. Να μάθεις καθετί που τον διαμόρφωσε και τον έκανε αυτό για το οποίο τον επέλεξες. Στην τελική, δεν ψάχνουμε κάποιον που να δημιουργεί ρυτίδες στο μετωπάκι μας, όταν στραβομουτσουνιάζουμε φλερτάροντας με ένα σωρό από αναπάντητα ερωτήματα, αλλά κάποιον που να κάνει το στόμα μας να πονάει απ’τα χαμόγελα, μωρέ!

Πρέπει να θέλεις να σηκώσετε τις μπάρες των διοδίων, χωρίς να είναι ανάγκη να πληρώσει μόνο ο ένας κι αυτός με την υπομονή του. Άλλωστε, μην ξεχνάς, πως υπάρχει κι εκείνο το μερίδιο ανθρώπων που διακατέχεται από ανασφάλειες, για τις οποίες, ναι μεν, δεν είσαι υπαίτιος, αλλά θα τις ενισχύσεις παίζοντάς το δήθεν και μυστηριώδης.

Η σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων αποτελεί από μόνη της ένα τεράστιο μυστήριο, πτυχές του οποίου θα παραμείνουν άλυτες εις τους αιώνας των αιώνων. Κι αυτό ακριβώς είναι που τις κάνει και μοναδικές. Προέρχονται από μια έλξη που αποτελεί, επίσης, ένα μυστήριο. Μπορεί η πρώτη εντύπωση να είναι που τραβάει την προσοχή, αλλά αυτό που σε κάνει να μοιραστείς μαζί του το πολυτιμότερο πράγμα που σου έχει δοθεί, τη ζωή σου, δεν είναι αυτό.

Σίγουρα θα πληροί κάποιες προϋποθέσεις, αλλά ακόμη κι αν η προϋπόθεση καθορίζει την επιλογή, δεν έχει την ισχύ να καθορίσει αυτό που σε κάνει να θες να ξυπνάτε και να κοιμάστε στο ίδιο κρεβάτι. Έρωτας, έλξη, καψούρα, οποιαδήποτε ταμπέλα κι αν βάλεις, δε θα μπορέσεις ποτέ να προσδιορίσεις την αρχή και το τέλος του.

Για να αποφασίσεις, λοιπόν, να μοιραστείς τη ζωή σου με έναν άνθρωπο, πρέπει να είσαι έτοιμος να μοιραστείς και τον εαυτό σου, τις επιθυμίες σου, τις σκέψεις σου κι όλα εκείνα που ορκιζόσουν να κρατήσεις μονάχα για εσένα. Το να κρατάς κρυμμένες πτυχές του εαυτού σου, για να τις εμφανίσεις απροσδόκητα, απέχει πολύ απ’ το να αρνείσαι να δοθείς εξ ολοκλήρου, χωρίς όρια, στο σύντροφό σου.

Το «θέλω να μιλήσουμε για τη σχέση μας», που τρέμεις στο άκουσμά του και κατεβάζεις μούτρα ίσα με το πάτωμα του γείτονα από κάτω, πολλές φορές δεν είναι ένα ακόμη φλύαρο κι άσκοπο παραλήρημα. Κανονικά θα έπρεπε να γελάσεις, σαν να άκουγες μια παιδική απορία και να χαρείς με την επιθυμία του ανθρώπου που στέκεται απέναντί σου αποζητώντας από εσένα μονάχα την επιβεβαίωση ότι πράγματι δηλώνεις ολοκληρωτικά παρών στο πλάι του.

Το μυστήριο άσε να υπάρχει στα μάτια σου, αλλά προς Θεού όχι στην καρδιά σου.  Αυτήν έχε την ορθάνοιχτο βιβλίο και σε διαθεσιμότητα, κάθε ώρα και στιγμή, για το έτερόν σου ήμισυ. Με συναισθήματα καταγεγραμμένα απλά, λιτά και ξεκάθαρα κι όχι μεταφρασμένα στη γλώσσα του εγωισμού.

Το παιχνίδι με τις μαργαρίτες και το «μ’ αγαπάει, δε μ’ αγαπάει» ήταν διασκεδαστικό όταν ήμασταν παιδιά και τότε τουλάχιστον ξέραμε να ξεδιπλώνουμε τα συναισθήματά μας με ευκολία και θάρρος. Αρκούσε ένα «σ’αγαπώ» κι ένα φιλί στο μάγουλο. Βλέπεις, όμως, όσο μεγαλώνει το μπόι, μεγαλώνει κι ο εγωισμός και προτιμάμε να αφήσουμε τον άλλον να μαδήσει τις μαργαρίτες ολάκερου του κόσμου, παρά να του πούμε δύο ρημάδες γλυκές κι αληθινές κουβέντες.

Σίγουρα οι σχέσεις δε χρειάζονται ταμπέλες για να πετύχουν, διαφορετικά στην ίδια ταμπέλα θα έπρεπε να αναγράφεται κι η ημερομηνία λήξης. Χρειάζονται, όμως, μία πυξίδα με ξεκάθαρη κοινή πορεία. Στην ερωτική εξίσωση χ-ψ=0, αυτή χωρίς αυτόν ίσον τίποτα, οι συντελεστές δεν είναι άγνωστοι. Έχουν ονοματεπώνυμο, σάρκα κι οστά και βρίσκονται πάνω στην ίδια ευθεία. Για να βρεθείτε, όμως, στην ευθεία πρέπει να δηλώσεις περίτρανα στον άλλον πως θα του κρατάς το χέρι no matter what, γιατί τα δικά σου αυτονόητα ίσως τελικά να διαφέρουν απ’ τα δικά του.

Η σχέση δεν είναι ένα κυνήγι θησαυρού στο οποίο για να κερδίσεις θα πρέπει πρώτα να σπάσεις το κεφάλι σου, προσπαθώντας να βρεις λύσεις σε ένα σωρό άλυτους γρίφους. Άλλωστε, σε μια τέτοια περίπτωση τον θησαυρό θα τον έπαιρνες στα χέρια σου μετά τη λήξη του παιχνιδιού, ενώ τώρα τον έχεις απ’ την αρχή. Το λάθος σου είναι ότι βάζεις γρίφους στο ταίρι σου θεωρώντας πως το τρόπαιο εν τέλει είσαι εσύ.

Ο μοναδικός γρίφος που σου δίνεται είναι η ίδια η σχέση σου και για τη λύση χρειάζονται δύο. Ο θησαυρός, ένα «μαζί» τιτανομέγιστο, σας περιμένει μετά τα διόδια. Το θέμα είναι να τα πληρώσετε κι οι δύο κι όχι να σπάσετε την μπάρα, μαζί με τα μούτρα σας.

Σε κάθε κυνήγι θησαυρού, όμως, χρειάζεται και φακός.  Βλέπεις, το μεγαλύτερο μυστήριο βρίσκεται στα σκοτεινά μονοπάτια, τα δύσβατα.

Καλή τύχη.

Συντάκτης: Σοφία Μιχοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη