Πουτάνα σκέψη…

Γυρίζεις όλη μέρα σε διαδρόμους που δε φωτίζονται και κάνεις εμφάνιση τα βράδια που είμαι ευάλωτη.  Με βρίσκεις καθαρή από την κούραση, ελεύθερη να ανασάνω κι έρχεσαι να μου κλέψεις το λίγο χώρο που έχω για την πάρτη μου.

Ποιος σου είπε πως θέλω να σκεφτώ; Να σταυρωθώ στις μεταφράσεις και στην παράφρασή που με βυθίζεις; Υπέρλαμπρη, κάθεσαι απέναντί μου και με κοιτάζεις. Φλερτάρεις με το μυαλό μου, που αδίκως, ομολογώ, σου αντιστέκεται.

Σε απωθεί, γιατί παίζεις βρώμικα, χωρίς κανόνες, λουσμένη στην παραβατικότητα. Ερωτοτροπείς μαζί του και βιάζεις κάθε ρανίδα λογικής, παρά την άρνηση.

Χαμογελάς ηδονικά στην παραίτηση και κάνεις τη δουλειά σου, όπως εσύ ξέρεις καλύτερα. Με τόση ευκολία και ταλέντο έμφυτο, σκορπάς σφαίρες και λουλούδια, ανοίγεις συρτάρια κι ανασύρεις σκονισμένα ημερολόγια, πετάς από το μπαλκόνι τις προφυλάξεις, τις ενστάσεις και τις αντιδράσεις.

Ποιος σου έδωσε τέτοιο δικαίωμα; Ποιος σε φώναξε; Ποιος σου άνοιξε την πόρτα; Κανείς, το ξέρω. Ορθάνοιχτη είναι κάθε βράδυ. Και κανείς δε θα προσπαθήσει να σε νικήσει. Όχι τουλάχιστον απόψε. Ξέρω πια, πως δεν περιορίζεις τα ελευθέρα. Τα ζεις, τα υπομένεις, τα λαχταράς στο πίσω μέρος της καρδιάς σου.

Αφήνομαι κι ανακαλώ κάθε αίσθηση παραδομένη στα χέρια σου. Παραλογίζομαι. Ανοίγω διάλογο μαζί σου. Με τη σκέψη σου. Κι ας έχω ορκιστεί στον εαυτό μου πως δε θα σου απευθύνω το λόγο ποτέ ξανά. Πως δε θα επιτρέψω στη σκέψη να μου επιβληθεί! Μα τι σου λέω; Ήδη έχω πέσει στην παγίδα.

Ψάχνω τις φωτογραφίες μας, σε εκείνο το ντουλάπι που δεν το ανοίγω ποτέ, το επικηρυγμένο. Να θυμηθώ κάθε λεπτομέρεια. Να φορέσω στις σκέψεις κουστούμια. Να δώσω ζωή σε όσα έχουν πεθάνει. Σε όσα αφήσαμε βιαστικά πίσω μας για να σταματήσουμε το πλήγωμα. Αυτές τις φωτογραφίες που «κάψαμε» όταν σηκώσαμε το διακόπτη στο σκοτεινό θάλαμο.

Βρίσκω εκείνη την καρτ ποστάλ που μου έφερες από ένα σου ταξίδι.  Και τη φωτογραφία μας, τη μία που κράτησα, από μια Κυριακάτικη βόλτα μας. Τουρίστες στην πόλη. Θυμάσαι; Μνήμες, που έχω απωθήσει από το συνειδητό μου. Μνήμες που δεν καταχωρήθηκαν στις αναμνήσεις. Μνήμες  ακατάλληλες για ανάκληση συναισθημάτων.

Δε θέλω να σε σκέφτομαι. Σε σβήνω κάθε πρωί από τον «σκληρό», αλλά το βράδυ παίζει το μυαλό μου εγγραφές. Δεν θέλω να σε σκέφτομαι… Έχω εφεύρει χιλιάδες κόλπα για να τα καταφέρω, κόλπα για να μην υποφέρω, να μη σταυρώνομαι κάθε φορά που πέφτει το βράδυ.

Αυτές τις ώρες που τα πάντα ησυχάζουν κι οι σκέψεις γεμίζουν μέχρι και τις χαραμάδες. Κι αφήνομαι εκτεθειμένη κι απροστάτευτη στις ορέξεις τους, παίζω το παιχνίδι τους, αυτό το παιχνίδι χωρίς κανόνες, χωρίς νικητές κι ηττημένους. Ένα παιχνίδι σε επανάληψη.

Πώς να σ’ αποφύγω; Δεν είμαι πια παιδί να κρυφτώ κάτω από το κρεβάτι μου. Γιατί ναι, σε φοβάμαι. Για ευνόητους λόγους κι απαγορευτικά που δεν αφήνουν περιθώρια για υπερβάσεις και διατάραξη της κοινής μας ησυχίας.

Τι θέλεις να κάνω; Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Δεν υπάρχει εγχειρίδιο διαχείρισης σκέψεων.

Πουτάνα σκέψη… Η μία που κυριαρχεί των πάντων. Η επικηρυγμένη. Ας μην ερχόσουν ποτέ…

Συντάκτης: Μαρία Κωφίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη