Είμαστε ένα όπλο κι η αποστολή της ζωής μας είναι να πατηθεί η σκανδάλη μας για να εκπυρσοκροτήσουμε. Όσο πιο δυνατά ακουστεί ο κρότος μας, μάλιστα, τόσο πιο ευχαριστημένοι θα είμαστε με τον εαυτό μας. Αν, όμως, τοποθετηθεί πάνω μας ένας σιγαστήρας, τότε θα εξαφανιστεί ο κρότος μας και δε θ’ ακουστούμε όσο θα θέλαμε. Δε θα μπορούμε, επίσης, να έχουμε εμπιστοσύνη στο σιγαστήρα, καθώς είναι ένα στοιχείο που δεν είναι δικό μας κι άρα που δε θα μπορούμε να το ελέγξουμε, μ’ αποτέλεσμα να μην μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν θα εκπυρσοκροτήσουμε μ’ αυτόν πάνω μας. Και, τέλος, ο σιγαστήρας μπορεί να μας επιβαρύνει και να μας κάνει να εκπυρσοκροτήσουμε σε λάθος κατεύθυνση, κάπου όπου δε θα θέλαμε.

Αν πούμε ότι τα παιδιά είμαστε τα όπλα, τότε οι γονείς μας μπορεί να λειτουργούν ως σιγαστήρες κι όταν είναι μαζί μας να μη μας αφήνουν ν’ ακουγόμαστε όσο θα θέλαμε, ή να μην τους έχουμε εμπιστοσύνη και να φοβόμαστε ότι θα πουν κάτι για εμάς, που δε θα θέλαμε ν’ ακουστεί. Τέλος, μπορούν ακόμη να μας κάνουν να «εκπυρσοκροτήσουμε» σε λάθος κατεύθυνση και να πετύχουμε ένα φίλο μας, για παράδειγμα, που εκείνοι δε συμπαθούν. Έτσι, όσο και να τους αγαπάμε, δε θα μπορούμε παρά να μην τους θέλουμε μαζί μας στις κοινωνικές μας συναναστροφές.

Οι γονείς που λειτουργούν ως σιγαστήρες δε μας αφήνουν ν’ ακουγόμαστε όσο θα θέλαμε, στην περίπτωση που είναι συνεχώς επικριτικοί μαζί μας. Όταν, για παράδειγμα, παραφερθούμε λίγο παραπάνω, σπεύδουν αμέσως να μας προσγειώσουν κι επιδίδονται σε υποδείξεις του τύπου «δεν έπρεπε να το πεις αυτό», ή «θα έπρεπε να ήσουν πιο σοβαρός». Έτσι, δε θα μπορούμε παρά να είμαστε σφιγμένοι όταν θα ‘ναι δίπλα μας και να μην είμαστε ικανοποιημένοι με την εικόνα που εξωτερικεύουμε, μ’ αποτέλεσμα ν’ αποφεύγουμε να τους έχουμε μαζί μας, προκειμένου να μπορούμε να είμαστε όπως μας ευχαριστεί.

Ο φόβος ότι δε θα μπορούμε να ελέγχουμε τι θα λένε οι γονείς μας κι ότι μπορεί ν’ αναφέρουν κάτι για εμάς ή για τα οικογενειακά μας, που δε θα θέλαμε ν’ ακουστεί, είναι ένας ακόμη λόγος, που δεν τους θέλουμε δίπλα μας στις κοινωνικές μας συναναστροφές. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν τους έχουμε τόσο πολλή εμπιστοσύνη και προτιμούμε να μη μας συνοδεύουν στις εξόδους μας, παρά να είμαστε διαρκώς υπό την πίεση της ανησυχίας, μήπως και πουν κάτι που θα μας εκθέσει.

Τέλος, το γεγονός ότι οι γονείς μας μπορεί ν’ αντιπαθούν ένα φίλο μας και να μη συμφωνούν με την επιλογή μας να τον έχουμε στη ζωή μας, θα μας αποτρέπει απ’ το ενδεχόμενο να τους έχουμε μαζί μας έξω απ’ το σπίτι. Θα φοβόμαστε ότι θα δείξουν την αντιπάθειά τους προς το φίλο μας, προσβάλλοντάς τον και φέρνοντάς τον σε δύσκολη θέση. Έτσι, μπορεί να δείξουν φανερά την προτίμησή τους σ’ έναν άλλο φίλο μας, ή να πουν κάτι, έστω κι έμμεσα, που θα τον πονέσει και που θα μας κάνει να «εκπυρσοκροτήσουμε» προς το μέρος του.

Έτσι, λοιπόν, όσο και ν’ αγαπάμε τους γονείς μας μπορεί να μην τους θέλουμε κοντά μας στις κοινωνικές μας συναναστροφές. Κι ας ξέρουμε πως όπως ο σιγαστήρας δε θα ήθελε ποτέ να βλάψει το όπλο που συνοδεύει, έτσι κι οι γονείς μας δεν επιδιώκουν να μας βλάψουν με τη συμπεριφορά τους. Αντιθέτως, όπως ο σιγαστήρας δε θα είχε κανένα νόημα να υπάρχει αν δεν υπήρχε το όπλο του, έτσι κι η ζωή των γονιών μας δε θα είχε κανένα νόημα χωρίς εμάς.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου