Έχουμε μπροστά μας έναν κατήφορο, τον οποίο θα διασχίσουμε, έτσι κι αλλιώς. Στο τέρμα του, ή θα τσακιστούμε ή θα διατηρήσουμε την ακεραιότητά μας. Αν γνωρίζαμε, όμως, την έκβαση του κατρακυλίσματός μας και ξέραμε, λόγου χάρη, πως θα τσακιστούμε στα σίγουρα, αυτό πολύ πιθανόν να εξομάλυνε την πτώση μας. Αντιθέτως, η περίπτωση να πέφταμε, χωρίς να γνωρίζαμε ότι θα πέσουμε, ακούγεται περισσότερο επώδυνη.

Θα εξετάσουμε, λοιπόν, κατά πόσο είναι καλύτερο ή όχι, να γνωρίζουμε από πριν την έκβαση των καταστάσεων, προκειμένου να είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι γι’ αυτές. Ας υποθέσουμε, τώρα, πως τελικά θα πέσουμε μετά τον κατήφορο.

Αν δεν ξέρουμε ότι θα πέσουμε, τότε θα μονοπωλήσει τη σκέψη μας η αμφιβολία για το αν θα τσακιστούμε ή όχι. Έτσι, τις ώρες που θα διασχίζουμε τον «κατήφορο», δε θα μπορέσουμε ν’ απολαύσουμε το κατρακύλισμά μας, αλλά αντιθέτως θα επιδοθούμε σε εικασίες για την έκβαση της διαδρομής μας. Θα αγνοήσουμε, επομένως, όλες τις υπόλοιπες εντυπώσεις και θα τελειώσουμε την πορεία μας, χωρίς να έχουμε αποσπάσει τίποτα καινούργιο.

Όταν διαψευστούν στο τέλος οι ελπίδες που μπορεί να δημιουργήσουμε κατά τη διαδρομή μας, ότι «μπορεί και να μην τσακιστούμε», τότε θα έρθουμε αντιμέτωποι με τον ίδιο μας τον εαυτό και θα θυμώσουμε για την αφέλειά μας «να τολμήσουμε να πιστέψουμε ότι δε θα πέσουμε». Ο θυμός που θα ξεσπάσει μέσα μας, θα μας ταρακουνήσει και θα μας κάνει να βλέπουμε ακόμη πιο απαισιόδοξα κάθε μελλοντικό «κατρακύλισμά» μας.

Αν, όμως, ξέρουμε πως στο τέλος θα πέσουμε, τότε το τσάκισμα δε θα μας πιάσει απροετοίμαστους. Θα έχουμε προλάβει να προμηθευτούμε με εναλλακτικές λύσεις κι άλλα σχέδια και θα ξεπεράσουμε το πέσιμό μας, δηλαδή, χωρίς να χάσουμε χρόνο. Έτσι, όχι μόνο δε θα μεμψιμοιρήσουμε για την πτώση μας, αλλά θεωρώντας την ως αναπόφευκτο και τελειωμένο πια γεγονός, θα την υποτιμήσουμε και θα εκμηδενίσουμε τη σημαντικότητά της.

Πηγαίνοντας στον κατήφορο με τη βεβαιότητα πως στο τέλος θα πέσουμε, τότε, μόνο και μόνο που θα έχουμε μια βεβαιότητα στα χέρια μας -κι ας είναι εις βάρος μας η βεβαιότητά μας- θα κάνει πιο ανάλαφρο το κατρακύλισμά μας. Θα είμαστε ελεύθεροι, λοιπόν, να τρέξουμε στον κατήφορο, να κυλιστούμε σ’ αυτόν, να τον κατέβουμε ακόμη και με πίσω βήματα, χωρίς να μας βαραίνει η ευθύνη πως εξαρτάται από εμάς το τέλος του.

Ένα ακόμη σημαντικό πλεονέκτημα που δίνει η γνώση πως «στο τέλος θα πέσουμε», είναι ότι μπορεί τελικά να ανατραπεί η έκβαση του κατρακυλίσματος. Επειδή χαλαρώνουμε, αφού αποκτήσουμε τη γνώση, τότε μπορεί ν’ αποδόσουμε στο μέγιστο βαθμό και να μην πέσουμε τελικά. Τότε, η έκπληξη που συνοδεύει την ανέλπιστα θετική εξέλιξη της πορείας μας, κάνει ακόμη πιο ευχάριστο το επίτευγμά μας.

Βλέπουμε πως όταν βρεθούμε μπροστά από έναν κατήφορο και πρέπει να τον ακολουθήσουμε, μη γνωρίζοντας αν θα πέσουμε στο τέλος ή όχι, τότε το πιθανό τσάκισμά μας, θα συνοδευτεί από έντονη απογοήτευση και θυμό. Αντιθέτως, αν με κάποιο τρόπο καταφέρουμε να προμηθευτούμε με τη γνώση για την έκβαση της πορείας μας, τότε και να πέσουμε δε θ’ αποκαρδιωθούμε.

Θα προχωρήσουμε, έτσι, αποδεσμεύοντας τον εαυτό μας απ’ το φταίξιμο της πτώσης και προσπερνώντας την με ανώδυνο τρόπο.

 

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου