Ζούμε μαζί μ’ έναν άλλο άνθρωπο στο ίδιο σπίτι. Αποφασίζουμε, από κοινού, να βάψουμε τους τοίχους μ’ ένα συγκεκριμένο χρώμα κι είμαστε κι οι δύο ευχαριστημένοι με την επιλογή μας. Με το πέρασμα του καιρού, όμως, το χρώμα του τοίχου έπαψε να μας ευχαριστεί. Προτείνουμε, λοιπόν, ν’ αλλαχτεί, ωστόσο δεν μπορούμε να ταυτιστούμε με το σύντροφό μας και δε βρίσκουμε ένα άλλο χρώμα, που να μας ικανοποιεί και τους δύο.

Την ίδια κατάσταση μ’ εμάς, ζει άλλος ένας άνθρωπος. Μετάνιωσε, δηλαδή, για την επιλογή χρώματος που έβαλε στους τοίχους και θέλει, με τον ίδιο τρόπο να το αλλάξει. Όμως, ούτε εκείνου ταυτίζεται η επιθυμία του, μ’ αυτήν του συντρόφου του. Αντιθέτως, το χρώμα που θέλει να βάλει στους τοίχους του, είναι ακριβώς το ίδιο χρώμα με το οποίο θέλουμε κι εμείς να βάψουμε τους δικούς μας.

Τότε, το ερώτημα που τίθεται είναι αν πρέπει και οι δύο να εγκαταλείψουμε τους συντρόφους μας και να ζήσουμε μαζί, ή να μείνουμε καταδικασμένοι να ζήσουμε μέσα στους τοίχους, που μας προκαλούν ακόμη κι αποστροφή.

Υπάρχει, λοιπόν, πράγματι η περίπτωση, όπου δύο άνθρωποι μπορεί να βρεθούμε σε σχέση. Ενώ στην αρχή οι επιθυμίες μας ταυτίζονταν απόλυτα, στο τέλος σταματάμε να θέλουμε τα ίδια πράγματα κι είναι αδύνατον μάλιστα να βρούμε μια κοινή γραμμή, που θα ικανοποιεί εξίσου και τους δύο. Τότε, εκ των πραγμάτων, οι σύντροφοι που είμαστε δυσαρεστημένοι μέχρι αποστροφής με το σύντροφο που επιλέξαμε, μπορεί να γοητευτούμε από έναν άλλο, που θα θέλει τα ίδια πράγματα μ’ εμάς.

Τα συναισθήματα που αρχίζουμε να νιώθουμε, δεν είναι σ’ όλες τις περιπτώσεις ανήθικα και μπορούν ακόμη και να ευδοκιμήσουν. Για να γίνει με σωστό τρόπο, όμως, η μετάβασή μας απ’ τον ένα σύντροφο στον άλλο, πρέπει να είμαστε συνειδητοποιημένοι κι απόλυτα εξηγημένοι, πρώτα με τον ίδιο μας τον εαυτό.

Καταρχάς, πρέπει να βεβαιωθούμε πως όντως δε μας αρέσει το χρώμα στους τοίχους κι ότι η δυσαρέσκειά μας, δε θα είναι προσωρινή. Οφείλουμε να εξετάσουμε ότι είναι αμετάκλητη η πεποίθησή μας πως ο σύντροφος, που κάποτε επιλέξαμε, δε μας ευχαριστεί πια κι ότι η αποστροφή που ξεκινήσαμε να αισθανόμαστε για εκείνον, δεν είναι απλώς επιπόλαιο αποτέλεσμα της συνήθειας, αλλά ένα πέρα για πέρα ισχυρό κι αληθινό συναίσθημα.

Ένα ακόμη πράγμα, για το οποίο πρέπει να μεριμνήσουμε προτού αποφασίσουμε να εγκαταλείψουμε το σύντροφό μας για έναν άλλο, είναι να εξετάσουμε επισταμένως ολόκληρο το «χρωματολόγιο». Θα ‘ναι σωστό, δηλαδή, να μελετήσουμε όλες, τις δυνατές περιπτώσεις όπου θα μπορούσαμε να βρούμε ξανά ταύτιση απόψεων με τον αρχικό σύντροφό μας. Εάν απορριφθούν όλοι οι δυνατοί «χρωματισμοί» και δούμε ότι δεν μπορούμε να τα βρούμε σε κανένα σημείο, τότε μπορούμε να τον εγκαταλείψουμε, χωρίς να μετανιώνουμε αργότερα γι’ αυτό.

Η τρίτη ενέργεια που πρέπει ν’ ακολουθήσουμε, είναι να προβλέψουμε, όσο είναι εφικτό, αν πράγματι ο σύντροφος που θέλει το ίδιο χρώμα στους τοίχους του μ’ εμάς, κάνει για εμάς. Μια πρώτη ένδειξη δεν είναι αρκετή για να πειστούμε ότι ταιριάζουμε περισσότερο μαζί του, γιατί πέρα απ’ το «κοινό χρώμα στους τοίχους», μπορεί να μην υπάρχει τελικά τίποτα άλλο που να μας συνδέει. Έτσι, δε θα είναι δύσκολο, να βυθιστούμε σε ακόμη μια επιλογή, που στο τέλος δε θα μας ευχαριστεί.

Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, πως όταν είμαστε σε μια σχέση και θέλουμε να φύγουμε απ’ αυτήν για να είμαστε μαζί με έναν άλλο άνθρωπο, δεν πρέπει να προβούμε σε καμιά βιαστική ενέργεια, προτού επιβεβαιώσουμε τις πραγματικές επιθυμίες μας κι εξετάσουμε όλους τους δυνατούς «χρωματισμούς» με τον πρώτο σύντροφό μας.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου