Ας υποθέσουμε ότι μπαίνουμε μέσα στο ρινγκ, σ’ έναν αγώνα που είναι χαμένος από την αρχή. Κανένας δε στοιχηματίζει σ’ εμάς, γιατί είμαστε το αουτσάιντερ και το αδιαφιλονίκητο φαβορί θα βρεθεί απέναντί μας. Περνάμε τώρα στον αντίπαλό μας. Στο πρόσωπό του εμφανίζεται η έπαρση, που οφείλεται στην ανισότητα της πάλης μας. Μας «έχει» εύκολα και το το ύφος του έχει την αδιαφορία που αναλογεί στην υπεροχή του. Εμείς θα σταθούμε κάθιδροι απέναντί του κι ο πανικός θα φροντίζει να αναδεικνύει και να ενισχύει την αδυναμία μας.

Το καμπανάκι θα χτυπήσει και τα πρώτα χτυπήματα θα δοθούν. Σε κάθε πεπειραμένο χτύπημα του αντιπάλου μας το σώμα μας θα εξασθενεί, ενώ τα δικά μας χτυπήματα θα περνούν απαρατήρητα από το δυνατό κορμί του. Η πάλη θα εξελίσσεται όπως είχε προμηνυθεί κι εκείνος, χωρίς να κουράζεται, θα περιμένει την ώρα που θα μας δώσει το τελειωτικό χτύπημα.

Στο μεταξύ, εμείς θα δίνουμε τα χτυπήματά μας και θα έχουμε την ψευδαίσθηση ότι κάτι θα μπορούσαμε να καταφέρουμε τελικά. Δε θα φανταστούμε ότι ο αντίπαλός μας παίζει μαζί μας, επιτρέπει τις επιθέσεις μας, μας αφήνει να ελπίζουμε και να χτυπούμε μάταια, για να μας αποτελειώσει όταν το σώμα μας θα έχει πια τελείως εξουθενωθεί. Κι ενώ, λοιπόν, θα νομίζουμε ότι μπορούμε να σταθούμε σαν άξιοι αντίπαλοι δίπλα του, το τελειωτικό χτύπημα θα έρθει, για να τερματίσει τον αγώνα και να θρυμματίσει όποια ελπίδα είχαμε τολμήσει να οραματιστούμε.

Ηττημένοι και αξιολύπητοι, θα πέσουμε στο έδαφος, ενώ ο αντίπαλός μας, με περιττή αδιαφορία, θα εγκαταλείπει το ρινγκ. Ίσως να μη μας κοιτάξει καν φεύγοντας και το πιο πιθανό είναι πως δε θα θυμηθεί ξανά τον αγώνα μας ποτέ… Αν στη θέση του ρινγκ βάλουμε τώρα μια σχέση, όπου μπαίνουμε μέσα με το μειονέκτημα του «θέλω περισσότερο» από τον άλλο. Όπως και στο παιχνίδι που περιγράψαμε, η σχέση θα είναι χαμένη από την αρχή και τα στοιχήματα θα είναι τα περισσότερα εις βάρος μας.

Τα ισχυρά αισθήματά μας κι η λιγοστή ανταπόκριση που θα έχουμε από το σύντροφό μας, θα μας ορίσουν ως τον αδύναμο της σχέσης. Θ’ ανησυχούμε, έτσι, αδιάκοπα για την κατάρρευσή της, αφού δε θα εξαρτάται από εμάς η διατήρησή της. Με την επίγνωση της μειονεκτικής μας θέσης, θα στεκόμαστε μπροστά στο «δυνατότερο» σύντροφό μας και θα καθιστούμε την παρουσία μας «εύκολη υπόθεση» για εκείνον. Η ανασφαλής στάση μας θα ισχυροποιεί την έπαρση και τη σιγουριά, που τα ασθενή αισθήματά του, θα του επιτρέπουν να αισθάνεται. Θα διατηρεί, έτσι, τη θέση του δυνατού που κατείχε από την αρχή και με κανένα μέσο δε θα καταφέρνουμε να παίρνουμε το πλεονέκτημα. Τίποτα δε θα μειώνει την υπεροχή του και δε θα κατευνάζει την αλαζονεία του.

Εξίσου αδύνατον θα είναι να επηρεαστεί από τις εντάσεις και τα προβλήματα της σχέσης. Θα τα αντιμετωπίζει απαξιωτικά και αδιάφορα, την ώρα που τα ίδια προβλήματα θα χτυπούν πάνω μας βασανιστικά και θα μας εξουθενώνουν. Παρόλα αυτά, όμως, δε θα μας στερεί ποτέ την ελπίδα. Θα μας αφήνει πού και πού να δίνουμε κι εμείς τα «χτυπήματά» μας και θα επιτρέπει στην ψευδαίσθησή μας να υπάρχει και να οραματίζεται μια ισότιμη σχέση. Θα πέσουμε στην παγίδα και θα ελπίσουμε τότε πολλές φορές. Θα πιστεύουμε ότι κερδίζουμε πού και πού, αγνοώντας τα σημάδια φθοράς, που θ’ αφήνονται πάνω μας. Εκείνος θα απολαμβάνει το «παιχνίδι», μέχρι την ώρα που δε θα βρίσκει καμία ευχαρίστηση από το ρόλο μας στη σχέση, για να δώσει το τελειωτικό του χτύπημα.

Θα τελειώσει, έτσι, τη σχέση όποτε θέλει, χωρίς να ενδιαφερθεί για τον «εξαντλημένο αντίπαλο» που θ’ αφήνει στα πατώματα.  Θα μας ξεχάσει χωρίς δυσκολία, την ίδια ώρα που στη θύμησή μας θα εγκαθίσταται για πολύ καιρό. Θα προχωρήσει τότε εύκολα σε άλλους «αγώνες», πιο κοντά στα μέτρα του. Θα παίζει πιο ισότιμα κι ίσως, τελικά, αν βρει έναν πιο ισχυρό αντίπαλο από εκείνον για ν’ αναμετρηθεί, να θυμηθεί και το «αουτσάιντερ» που είχε σταθεί κάποτε απέναντί του…

 

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή