Ψάχνουμε ένα χαμένο θησαυρό που δεν υπάρχει. Ρωτάμε τον πρώτο που συναντάμε για να μας καθοδηγήσει, αλλά δε θέλει να μας απογοητεύσει και να μας πει ότι δεν υπάρχει θησαυρός. Μας στέλνει, έτσι, ανατολικά και χαμογελά ικανοποιημένος για το καλοπροαίρετο ψέμα του. Χαμένοι ξανά, θα ρωτήσουμε άλλον ένα περαστικό για το θησαυρό. Μας οδηγεί αυτή τη φορά δυτικά. Το ψέμα του, όμως, κρύβει εμπαιγμό και δε μας φανερώνει την αλήθεια, όχι για να μη μας στεναχωρήσει, αλλά για να γελάσει εις βάρος μας.

Κυνηγάμε, έτσι, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα μέχρι να ανακαλύψουμε, κάποια στιγμή, πως δεν υπάρχει χαμένος θησαυρός τελικά. Εξοργιζόμαστε τότε, όχι μόνο μ’ αυτούς που γέλασαν εις βάρος μας, αλλά και μ’ όσους μας εξαπάτησαν καλοπροαίρετα.

Έτσι γίνεται και με την αλήθεια γενικότερα. Είτε μας την αποκρύπτουν καλοπροαίρετα, είτε με κακή διάθεση, η οργή που συνοδεύει την αποκάλυψή της είναι ισχυρή, γιατί και στις δύο περιπτώσεις νιώθουμε εξαπατημένοι.

Η αλήθεια, λοιπόν, φυλάττεται κυρίως με δύο διαφορετικές προθέσεις. Στην πρώτη περίπτωση, της καλοπροαίρετης φύλαξής της, η αλήθεια δε φανερώνεται για να μας προστατεύσει από την απογοήτευση που, ενδεχομένως, θα τη συνοδεύει. Εκείνος που την αποκρύπτει μελετά πρώτα τα δεδομένα και υποθέτει πως θα ωφεληθούμε εάν δεν τη γνωρίζουμε. Με ήσυχη τη συνείδησή του, έτσι, μας αφήνει να ζούμε στην πλάνη μας.

Στη δεύτερη περίπτωση, κάτω από την απόκρυψη της αλήθειας υποβόσκουν άσχημες προθέσεις. Στερούμαστε την αλήθεια για να επωφεληθεί αυτός που την έχει στα χέρια του και για να τη χρησιμοποιήσει εις βάρος μας. Διασκεδάζει με την πλάνη μας, χαίρεται για το «θησαυρό» που δε μας φανέρωσε και είναι βέβαιος πως στη θέση μας, θα κατάφερνε να φέρει την αλήθεια στο φως. Γελά, λοιπόν, μαζί μας κι υποτιμά, απροκάλυπτα, τη νοημοσύνη μας.

Βιώνοντας και τις δύο περιπτώσεις στέρησης της αλήθειας, βλέπουμε πως σε όλες τις περιστάσεις η αλήθεια «θάβεται». Πρόκειται για ένα πολύτιμο, χαμένο θησαυρό που εδώ, όμως, υπάρχει στ’ αλήθεια. Θα κυνηγήσουμε λοιπόν το θησαυρό και κάποια στιγμή θα βρεθούμε στα ίχνη του. Θα τον ξεθάψουμε, θα τον πάρουμε στα χέρια μας κι η αλήθεια θα φανερωθεί.

Τότε, δε θα δώσουμε ελαφρυντικά σ’ όσους έθαψαν την αλήθεια για να μας προφυλάξουν, αλλά θα κατατάξουμε την ενέργειά τους στην ίδια κατηγορία μ’ εκείνων που δόλια μας εξαπάτησαν. Στερηθήκαμε την αλήθεια και λόγω της κοροϊδίας που νιώθουμε ότι υποστήκαμε, δεν είμαστε σε θέση να διακρίνουμε το καλό από το κακό ψέμα.

Προκειμένου να μην εξαπατηθούμε ξανά, λοιπόν, γίναμε κυνικοί, φανερώνουμε πάντα την αλήθεια χωρίς να την επεξεργαστούμε και χωρίς να την επιβαρύνουμε με τεχνάσματα εφησυχασμού. Η ακράτητη ειλικρίνειά μας αγγίζει τα όρια της αναίδειας, αλλά την προτιμούμε από το ψέμα και την απόκρυψη της πραγματικότητας.

Η αλήθεια είναι ότι δρούμε μ’ αυτό τον τρόπο, ελπίζοντας στη μέθοδο του δούναι και λαβείν. Δίνουμε, δηλαδή, ωμή αλήθεια για να πάρουμε ωμή αλήθεια. Όσο πιο ωμή, τόσο πιο λυτρωτική, γιατί τόσο πιο πολύ θ’ απέχει από την πλάνη που βυθιστήκαμε άλλοτε.

Παρόλη, όμως, την αλήθεια που αφειδώς κι αναιδώς προσφέρουμε, η μέθοδός μας δε λειτουργεί πάντα. Βλέπουμε παντού στέρηση της αλήθειας, διαστρέβλωση, ακόμη και κακοποίησή της. Γίναμε, έτσι, καχύποπτοι, υποψιαζόμαστε παντού συνωμοσίες ξανά σε βάρος μας, με αποτέλεσμα να αντιδρούμε ακόμη και στην καθαρή αλήθεια και να την αμφισβητούμε.

Όταν, λοιπόν, κάποιος θα ψάχνει τη θαμμένη αλήθεια του, με τα ίδια μας τα χέρια θα σκάψουμε και θα του την προσφέρουμε. Δε θα παραλείψουμε, όμως, να του τρίψουμε στη μούρη τα «χώματα» και τη «διάβρωση» που θα τη συνοδεύουν.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή