Βρίσκεσαι ανάμεσα σε δύο καθρέφτες. Γυρνάς πρώτα στον καθρέφτη που βρίσκεται στα δεξιά σου. Βλέπεις τον εαυτό σου μεγαλύτερο απ’ ό,τι είναι στ’ αλήθεια, καλύτερο. Όλα τα κακά σου σημεία, σαν να εξαφανίστηκαν ξαφνικά. Mόνο ωραία στοιχεία εντοπίζεις πάνω σου, μέσα σου και έξω σου.

Αποκτώντας, έτσι, καλύτερη ιδέα για τον εαυτό σου, εγκαταλείπεις τον καθρέφτη και βγαίνεις έξω. Συστήνεσαι με την αυτοπεποίθηση που ταιριάζει στη νέα, ανώτερη εικόνα σου που είδες. Διεκδικείς πράγματα, που δε θα τολμούσες να πλησιάσεις πρωτύτερα. Πλειοδοτείς στις ικανότητές σου και σε πολλές περιπτώσεις καταφέρνεις όντως να πείσεις, ότι είσαι τόσο «μεγάλος», όσο νομίζεις.

Η αλήθεια, όμως, είναι πως σου φαίνονται όλα τ’ άλλα πολύ ταπεινά. Δεν μπορείς να χωρέσεις πουθενά. Είσαι πολύ μεγάλος κι όλοι οι άλλοι έγιναν ξαφνικά τόσο μικροί. Δεν μπαίνεις καν στον κόπο να σκύψεις κάτω το κεφάλι σου για να τους κοιτάξεις.

Επιστρέφεις ξανά, έτσι, ανάμεσα στους καθρέφτες. Κοιτάζεσαι στον άλλο καθρέφτη, τον αριστερό. Τώρα, όμως, μίκρυνες, έγινες ένα με όλα τα άλλα ανθρωπάκια που είδες προηγουμένως. Για την ακρίβεια, βλέπεις ότι έγινες ακόμη πιο μικρός απ’ αυτούς. Όλα τα κακά του κόσμου, σαν να συσσωρεύτηκαν πάνω σου. Δεν υπάρχει τίποτα που να σ’ αρέσει σ’ εσένα. Βάζεις, έτσι, κάτι πάνω σου για να κρυφτείς και μετά βγαίνεις έξω ξανά.

Με την ίδια τάση να «κουκουλωθείς», εμφανίζεσαι μπροστά στους ανθρώπους. Δεν τολμάς να τους κοιτάξεις στα μάτια κι όταν πας να μιλήσεις, η φωνή σου όσο που ακούγεται. Κανένας, όμως, δεν μπαίνει στον κόπο να κοιτάξει κάτω απ’ την «κουκούλα» για να σε δει.

Βλέπουμε, λοιπόν, πως περνάς απαρατήρητος όταν έχεις άσχημη εικόνα για τον εαυτό σου. Κρύβοντας κάθε στοιχείο σου που νομίζεις ότι είναι ανεπαρκές, στερείς απ’ τον κόσμο τη δυνατότητα να σε δει και να σε αξιολογήσει με τα δικά του κριτήρια. Παρουσιάζεις μια μίζερη εκδοχή του εαυτού σου και δεν έχει λόγο κανένας να την αμφισβητήσει.

Πιστεύεις, έτσι, ότι υστερείς σε σχέση με τους υπόλοιπους και αισθάνεσαι μειονεκτικά άπεναντί τους. Έχεις σχηματίσει για εσένα μια εικόνα κατώτερη της πραγματικής και διεκδικείς μόνο όσα ταιριάζουν σ’ αυτήν την εικόνα, κι όχι αυτά που σου αρμόζουν στην πραγματικότητα.

Η τάση του «κουκουλώματος» σ’ ακολουθεί πάντοτε, με αποτέλεσμα να περνάς απαρατήρητος τόσο σε επαγγελματικό επίπεδο, όσο και σε προσωπικό. Αν δε βγάλεις μόνος σου την κουκούλα, σπάνια θα βρεθεί κάποιος με την επιθυμία να σου την αφαιρέσει, για να δει πόσο καλύτερη είναι η αλήθεια που υπάρχει κάτω απ’ αυτήν.

Όταν έχεις, όμως, μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου, τα πράγματα μπορούν να εξελιχθούν ανέλπιστα θετικά. Η αυτοπεποίθησή σου κάνει την εικόνα που προβάλλεις να γίνεται αποδεκτή. Ο ίδιος πιστεύεις ότι είσαι «μεγαλύτερος» απ’ αυτό που είσαι στην πραγματικότητα και η πεποίθησή σου, δεν είναι δύσκολο να περαστεί και στους άλλους.

Μπορείς, μ’ αυτόν τον τρόπο, να επιτύχεις ακόμη και τις πιο φιλόδοξες επιδιώξεις σου, που δε θα κατάφερναν ποτέ να πετύχουν άλλα άτομα, που θα είχαν τις ίδιες ικανότητες μ’ εσένα, αλλά θα ήταν πιο ανασφαλή.

Το πρόβλημα, όμως, με την υπερβολική αυτοεκτίμηση, εμφανίζεται όταν υπερτιμάς τον εαυτό σου, αλλά μειώνεις όλους τους άλλους. Παύεις τότε να αισθάνεσαι ίσος μ’ αυτούς, αλλά ανώτερος. Τίποτα «μικρότερό» σου δεν είναι δυνατόν να σ’ ευχαριστήσει, με αποτέλεσμα να επιζητάς τη συναναστροφή μόνο με άτομα που πιστεύεις ότι είναι του ίδιου επιπέδου μ’ εσένα και να υποβαθμίζεις απροκάλυπτα ό,τι δε θεωρείς εφάμιλλο της αξίας σου.

Η επικινδυνότητα, επομένως, δεν έγκειται στο να έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου, αν δε συνοδεύεται από περιφρόνηση προς τους άλλους. Είναι, όμως, επιβλαβές, να είσαι ανασφαλής, γιατί έτσι η εξέλιξή σου δε θα μπορεί παρά να επιβραδυνθεί και σε ακραίες περιπτώσεις, ακόμη και ν’ ανακοπεί.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου