Έχουμε μπροστά μας πέντε μπαλόνια με διαφορετικό χρώμα κι είμαστε πέντε παιδιά έτοιμα να πάρουμε το καθένα από ένα μπαλόνι. Θέλουμε ένα μπαλόνι με συγκεκριμένο χρώμα, αλλά στην πρώτη περίπτωση δεν το ζητάμε, αφήνουμε τα άλλα τέσσερα παιδιά να επιλέξουν και παίρνουμε το μπαλόνι που απομένει. Πόσες πιθανότητες, όμως, υπάρχουν, το μπαλόνι που απέμεινε να είναι αυτό που θέλαμε εξ αρχής;

Περνώντας στη δεύτερη περίπτωση, αν τρέξουμε να πάρουμε απ’ την αρχή το μπαλόνι που θέλουμε, να το διεκδικήσουμε και να μην περιμένουμε άπραγοι, τότε μπορεί να καταφέρουμε να το αρπάξουμε πρώτοι και να το κάνουμε αμέσως δικό μας. Αν κάποιo άλλο παιδί θέλει επίσης να πάρει το ίδιο μπαλόνι, τότε θα διαπραγματευτούμε μαζί του, δε θα το «χαρίσουμε», όπως θα συνέβαινε στην πρώτη περίπτωση, οπότε οι πιθανότητες να πάρουμε το μπαλόνι που θέλουμε είναι και πάλι μεγαλύτερες.

Βλέπουμε, επομένως, πως όπως θα συνέβαινε με τα μπαλόνια, έτσι κι όταν διεκδικούμε κάτι στη ζωή μας, έχουμε τελικά πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να το κάνουμε δικό μας. Η «αρχή της διεκδίκησης» θα έπρεπε να ισχύει με μαθηματική ακρίβεια, όμως, παρόλα αυτά, υπάρχουν περιπτώσεις που διστάζουμε να ζητήσουμε ακόμη κι αυτά που εξόφθαλμα και δικαιωματικά θα έπρεπε να μας ανήκαν.

Η κατώτερη εντύπωση που, ενδεχομένως, να διατηρούμε για τον εαυτό μας, μας κάνει να πιστεύουμε ότι μπορεί και να μην αξίζουμε κάτι κι επομένως να μην προβαίνουμε στη διεκδίκησή του. Λόγω της χαμηλής μας αυτοεκτίμησης, αισθανόμαστε ανάξιοι για την κατάκτηση που επιζητούμε, ή σίγουρα, λιγότερο άξιοι απ’ τους υπόλοιπους.

Ο φόβος ότι με τη διεκδίκηση μπορεί να χάσουμε κι αυτά που ήδη έχουμε είναι ένας ακόμη λόγος, που μας κάνει να μη ζητάμε εκείνο που πιστεύουμε ότι αξίζουμε. Η τάση μας, όμως, να μην απαιτούμε τα δικαιώματά μας, μας καταδικάζει σε ένα τέλμα, που αν δεν προσπαθήσουμε μόνοι μας να απεγκλωβιστούμε απ’ αυτό, δεν πρόκειται να πάρει κανένας άλλος την πρωτοβουλία να το κάνει για εμάς.

Αν ζητήσουμε, θα πρέπει μετά να εξηγήσουμε ενδελεχώς τους λόγους για τους οποίους αξίζουμε εκείνο που απαιτούμε και θα χρειαστεί, δηλαδή, να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας. Στην επιθυμία μας, όμως, ν’ αποφύγουμε τις εξηγήσεις, συνεπάγεται πολλές φορές κι η αναβολή της διεκδίκησης εκείνου που επιζητάμε.

Η υπερηφάνεια μας, μας κάνει να πιστεύουμε ότι θα μας δοθεί κάτι από ελεημοσύνη, κάτι που, στην πραγματικότητα, μπορεί και να έπρεπε να ήταν ήδη δικό μας. Η διεκδίκηση, επομένως, παίρνει τη μορφή παράκλησης στο μυαλό μας και προτιμούμε λαθεμένα, να μην πέσουμε τόσο χαμηλά και να μην επιδοθούμε σε «ζητιανιές».

Η ανωτερότητα, τέλος, που μπορεί κάποιος να διακρίνει στη σιωπή, είναι άλλη μια αιτία που μας κάνει να μη ζητάμε εκείνο που θέλουμε. Νομίζουμε ότι με την απραξία μας, θα φανούμε μεγαλόψυχοι, γιατί, ενώ «ξέρουμε τι αξίζουμε», ωστόσο το παραχωρούμε και δίνουμε σε άλλον το δικαίωμα να το κάνει δικό του.

Φτάνοντας, τώρα, στη στιγμή που θα πρέπει να επιστρέψουμε στη διεκδίκηση των μπαλονιών, ας φανταστούμε πως αφήσαμε τους άλλους τέσσερις να πάρουν το μπαλόνι της αρεσκείας τους κι απέμεινε, προς καλή μας τύχη, το μπαλόνι με το χρώμα που θέλαμε απ’ την αρχή. Μένουμε, όμως, να το βλέπουμε κι εξακολουθούμε να μην κάνουμε καμία κίνηση για να το κάνουμε δικό μας.

Το μπαλόνι κάποια στιγμή, έτσι, σπάει τα δεσμά του, ελευθερώνεται, εξαφανίζεται στον ουρανό και στην απειροελάχιστη πιθανότητα που υπάρχει να έρθει ουρανοκατέβατο κοντά μας, τότε θα είναι μάλλον σκασμένο και κατεστραμμένο.

Αυτό που θέλω να πω, είναι πως όταν μας ανήκει κάτι, αλλά δεν πηγαίνουμε να το ζητήσουμε, τότε δεν πρέπει να περιμένουμε να έρθει από μόνο του κοντά μας. Στο απελπιστικά μικρό ενδεχόμενο που υπάρχει να έρθει κάτι να μας βρει, χωρίς να πάμε πρώτα εμείς σ’ αυτό, τότε, όμοια με το χαμένο μπαλόνι, θα επιστρέψει «σκασμένο» και «άχρηστο» πια.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου