Σε έβλεπα βυθισμένο στις λάσπες. Πάλευες για να απεγκλωβιστείς. Σηκωνόσουν και ξανάπεφτες. Τα παπούτσια σου δεν ήταν ειδικά γι’ αυτό το σκοπό και σε δυσκόλευαν. Δε σε λυπήθηκα, όμως και δε σου έτεινα το χέρι για να σε βοηθήσω. Τα βήματά σου σε έφεραν σ’ εκείνην την περιοχή και δεν ήταν ακούσια, ήξερες τι έκανες. Γιατί όμως; Τι ευχαρίστηση μπορεί κανείς να βρει, όταν δηλώνει κάτι παραπάνω απ’ αυτό που είναι; Άξιζε η διαστρέβλωση των ικανοτήτων σου, τις λάσπες που έφερε τώρα η διάψευσή τους;

Ήθελες να εξυψώσεις τον εαυτό σου, του καταλόγιζες ικανότητες και του χρέωνες πλεονεκτήματα που δεν ίσχυαν ή που μπορεί και να ίσχυαν, αλλά σε πιο ελαφριά μορφή. Αποφάσισες να κηρύξεις τον εαυτό σου «ειδικό» και να κουβαλήσεις στις πλάτες σου το ψέμα της παντοδυναμίας σου.

Οι πλάτες σου δε διαμαρτυρήθηκαν; Δε φοβήθηκαν την αποκάλυψη του ψέματος, που τους φόρτωσες; Τι ικανοποίηση μπορεί να αισθανόσουν, αφού ήξερες ότι δεν παρουσίαζες την αληθινή εικόνα του εαυτού σου; Τόσο μεγάλη ανάγκη είχες να σε θαυμάσουν και να υποκλιθούν στο πέρασμά σου; Πόσο επιτακτική ήταν πια η φιλοδοξία σου να περπατήσεις στο κόκκινο χαλί, που έπρεπε να βγάλεις πλαστή ταυτότητα για να το επιτύχεις;

Κι όμως, με την ψεύτικη ταυτότητα που εξασφάλισες, πήρες την ικανοποίηση που επιζητούσες. Ήθελες να αποκτήσεις την εύνοια του κόσμου και δε σε ενδιέφερε, αν θα ήταν ηθικό το μέσο με το οποίο θα την κατακτούσες. Κατάφερνες να κερδίζεις τη συμπάθειά τους, γιατί πίστευαν ότι συναντούσαν έναν ειδήμονα στο είδος του.

Και, ξέρεις τι σε ευχαριστούσε πιο πολύ, τι σε έκανε ακόμη και να γελάς μαζί τους; Η βεβαιότητα που είχες ότι δε θα έμπαιναν ποτέ στον κόπο να ελέγξουν την αξιοπιστία σου, δε θα αμφισβητούσαν την εικόνα που τους έδινες. Και το αξιοπερίεργο ήταν πως όσο πιο πολύ την ενδυνάμωνες με υπερβολές, τόσο πιο αναντίρρητα την πίστευαν και τη στήριζαν.

Κι, όντως, η αλήθεια δε θα φανερωνόταν εξαιτίας τους, δε θα αποκάλυπταν εκείνοι την πλαστή ταυτότητά σου. Ούτε εσύ είχες σκοπό να τη φανερώσεις, αλλά τα πράγματα θα εξελίσσονταν εις βάρος του ψέματός σου. Ας πούμε ότι θα έχανες το πορτοφόλι σου, όπου μέσα θα υπήρχε η αληθινή σου ταυτότητα. Θα το έβρισκαν, λοιπόν, τυχαία και θα ξεσκέπαζαν την απάτη σου.

Το πορτοφόλι έπεσε ακριβώς τη στιγμή που θα έπρεπε ν’ αποδείξεις την «παντοδυναμία» που παρουσίασες. Δεν μπορούσες, όμως, ν’ ανταποκριθείς στις ικανότητες που διαφήμιζες, ήσουν πολύ κατώτερος απ’ αυτές. Σήκωσαν τότε το πορτοφόλι σου απ’ το πάτωμα, το άνοιξαν κι η αληθινή σου ταυτότητα παρουσιάστηκε. Δεν άργησαν ν’ αντιληφθούν ότι τους εξαπατούσες.

Σε κοίταξαν με την περιφρόνηση, που ταίριαζε στο ψέμα σου. Δεν προσπάθησαν να σε δικαιολογήσουν, ούτε ν’ ανατρέξουν στον παρελθόν σου, για να εντοπίσουν το πρόβλημα που δημιούργησε την ανάγκη σου να εξαπατήσεις για να ανυψωθείς. Δεν άντεχες να βλέπεις τα χλευασμό στα πρόσωπά τους.

Έκρυψες το πρόσωπό σου με τις παλάμες σου κι άρχισες να τρέχεις μακριά τους. Βρέθηκες, τελικά, μέσα στις λάσπες, όπου σε συνάντησα κι εγώ. Σου είπα και στην αρχή ότι τα παπούτσια ήταν το πρόβλημα, φορούσες ακόμη αυτά που εξυπηρετούσαν την πλαστή σου ταυτότητα, δεν ήταν τα παπούτσια που ταίριαζαν στα πόδια σου. Βγάλ’ τα, λοιπόν, και θα δεις πόσο εύκολα θα απεγκλωβιστείς. Βγάλ’ τα, κι όταν θα πρέπει ν’ αγοράσεις ξανά καινούργια παπούτσια, φρόντισε να διαλέξεις αυτά που θα μπορούν να τα σηκώνουν τα πόδια σου.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου