Βλέπουμε ένα στητό λουλούδι, που χαίρεται τον ήλιο και το νερό που του προσφέρονται. Αναπάντεχα, όμως, μια στρογγυλή, ογκώδης πέτρα κυλά και το καταπλακώνει. Τότε, το λουλούδι εξαφανίζεται κι αν δε μετακινηθεί από πάνω του η πέτρα δε θ’ αναδειχθεί, όσο νερό κι όσος ήλιος κι αν του προσφερθούν.

Έτσι, λοιπόν, συμβαίνει και με όσους δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε με πίεση. Αν δεν πάρει κάποιος από πάνω μας την ογκώδη «πέτρα» που μας καταπλακώνει, δε θα μπορέσουμε ν’ αναδείξουμε το εκατό τοις εκατό του εαυτού μας, όσο νερό κι αν μας ρίξουν, όσον ήλιο κι αν επιστρατεύσουν για να μας συνεφέρουν. Κοντολογίς, αν δεν απομακρυνθεί ο παράγοντας που μας πιέζει, κανένα μέσο δε θα είναι ικανό για να επαναφέρει την αποδοτικότητά μας.

Ο χρόνος είναι ένας παράγοντας που μπορεί να μας καταπλακώσει με την επιτακτικότητά του και να κρύψει τις δυνατότητές μας. Προσηλωνόμαστε, χωρίς να το επιδιώκουμε, πάνω στην ώρα που έχουμε για να ολοκληρώσουμε αυτό που μας ζητείται και αφαιρούμαστε, αθέλητα, από την εργασία μας. Η πίεση από το χρόνο που ολοένα κι εξαντλείται τελματώνει τις λειτουργίες μας κι η απόδοσή μας μπορεί, έτσι, να μειωθεί, ή ακόμη και να εκμηδενιστεί.

Οι μεγάλες προσδοκίες που μπορεί κάποιος να έχει από εμάς, μπορούν επίσης να ρίξουν μια «πέτρα» πάνω μας και να μας «εξαφανίσουν». Η ακλόνητη εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό μας δε λειτουργεί ενθαρρυντικά, αλλά, αντιθέτως, εμφανίζεται σαν υποχρέωση που οφείλουμε να φέρουμε σε πέρας, για να μην απογοητεύσουμε όσους πόνταραν σ’ εμάς. Η ευθύνη για την ενδεχόμενη κατάρριψη των προσδοκιών τους, μας βαραίνει κι αναπόφευκτα, αποδυναμώνει σε μεγάλο βαθμό την αποδοτικότητά μας.

Ο φόβος του τελεσίδικου αποτελέσματος, είναι ένας επίσης παράγοντας που μπορεί να κυλήσει την πέτρα πάνω μας. Το ενδεχόμενο, δηλαδή, να κάνουμε λάθη που δε θα μπορούν να διορθωθούν, μας κάνει να προσέχουμε εξαιρετικά τις κινήσεις μας και να προβαίνουμε σ’ αυτές ύστερα από άσκοπη περίσκεψη. Η «πέτρα», σ’ αυτό το σημείο, επιτρέπει στο μυαλό μας να λειτουργεί, αλλά ανούσια κι ακατάστατα.

Υπάρχει, όμως και το ενδεχόμενο, που με τα ίδια μας τα χέρια κυλούμε την πέτρα και την αφήνουμε πάνω μας. Σ’ αυτή την περίπτωση, η μεγάλη υπόληψη που έχουμε για τον εαυτό μας, δε μας επιτρέπει να κάνουμε λάθη. Δίνουμε, έτσι, σε κάθε σφάλμα μας μεγάλη διάσταση και πιέζουμε τον εαυτό μας με τη νοερή απαγόρευση που του θέτουμε, να μην προβεί σε άλλη λάθη.

Η πέτρα κι επομένως η πίεση που μας ασκείται, βλέπουμε πως μπορεί να εμφανιστεί με πολλές μορφές και, όμοια με το λουλούδι, να μας «εξαφανίσει» και να τελματώσει τις λειτουργίες μας.

Tότε, αν είναι αδύνατον να σηκωθεί η πέτρα από πάνω μας, δε θα έχουμε παρά να βρούμε έναν τρόπο για να μπορούμε να «λειτουργούμε» κανονικά και κάτω απ’ αυτήν. Δηλαδή, όπως το καταπλακωμένο λουλούδι δεν μπορεί να πάρει κατευθείαν το νερό του, αλλά το βρίσκει από την υγρασία που υπάρχει στο χώμα γύρω του, έτσι κι εμείς, πρέπει να βρούμε τρόπους για να διατηρούμε σε καλά επίπεδα την αποδοτικότητά μας, όσο βαριά κι αν είναι η «πέτρα», που βρέθηκε πάνω μας.

Διαφορετικά, αν δεν καταφέρουμε να εξασφαλίσουμε με κάποιον τρόπο το «νερό» μας, οι λειτουργίες μας θα σταματήσουν οριστικά κάποια στιγμή και θα μαραθούμε κάτω από την πέτρα.

 

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά