Φαντάσου ότι κοιμάσαι και ξυπνάς δέκα χρόνια μετά. Θα ψάχνεις να βρεις το σύντροφό σου. Δε θα είναι, όμως, ο ίδιος άνθρωπος που άφησες πριν κοιμηθείς. Τα δέκα χρόνια θα τον διαπέρασαν και θ’ απέκτησε χαρακτηριστικά που δεν ήξερες ή θα έχασε άλλα που αγαπούσες. Εσύ, αντιθέτως, αφού κοιμόσουν, θα είσαι ο ίδιος κι απαράλλακτος. Δε θα σ’ άγγιξε ο χρόνος, δε θ’ αλλοιώθηκε κανένα στοιχείο σου, ούτε θα σε επιβάρυνε κάποιο καινούργιο.

Θα εξακολουθείς, έτσι, να αγαπάς στο σύντροφό σου, τα χαρακτηριστικά που σε γοήτευαν πριν δέκα χρόνια. Η αλήθεια, όμως, είναι πως δε θα υπάρχει ακέραιο κανένα στοιχείο του από τότε. Πολλά θα χάθηκαν, άλλα θα εδραιώθηκαν ή θα έγιναν πιο αδύναμα. Θα προσπαθείς, παρόλα αυτά, να τον διατηρείς στα μάτια σου, όπως ήταν δέκα χρόνια πριν. Και θα συνεχίζεις να τον αγαπάς ακόμη, λοιπόν, γι’ αυτό που ήταν κάποτε.

Ο σύντροφός σου, όμως, που ζούσε όλα αυτό το διάστημα, θα υποψιαστεί ότι είσαι ο ίδιος άνθρωπος που ήσουν πριν δέκα χρόνια. Θα καταλάβει πως δεν αποδέχεσαι την νέα του υπόσταση κι ότι δεν τον αγαπάς γι’ αυτό που είναι, αλλά για εκείνο που ήταν πριν κοιμηθείς.

Αφήνοντας για λίγο στην άκρη, τώρα, το διακτινισμό στο χρόνο, βλέπουμε το τεράστιο χάσμα που δημιουργείται μεταξύ δύο συντρόφων με το πέρασμα του καιρού, όταν ο ένας αλλάζει, αλλά ο άλλος όχι. Ο ένας μπορεί να «κοιμάται» και να αντιληφθεί μια μέρα πως ο σύντροφός του δεν είναι εκείνος που γνώρισε κι αγάπησε. Κι ο άλλος, αυτός που «ζει», να καταλάβει εξίσουν απροσδόκητα, πως αγαπιέται για κάτι που δεν είναι πια.

Στο ταξίδι στο χρόνο, το χάσμα μεταξύ των δύο συντρόφων ήταν ξεκάθαρο. Στην πραγματικότητα, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο ευκρινή. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε την αλλαγή που συντελείται στον ένα άνθρωπο, ούτε να προσδιορίσουμε τη στασιμότητα που υπάρχει στον άλλον. Αισθανόμαστε ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά δεν μπορούμε να το ονοματίσουμε και δεν προσπαθούμε, έτσι, να εξετάσουμε πιο σοβαρά το ένστικτό μας.

Όταν λέμε ότι κάποιος από τους δύο αλλάζει, δεν εννοούμε την επαγγελματική του εξέλιξη ή τη νέα όψη, που αποκτά με την πάροδο των χρόνων. Το πώς μπορεί το ίδιο γεγονός να διαπεράσει τον έναν και να αφήσει ανεπηρέαστο τον άλλο, είναι ο παράγοντας που δημιουργεί ουσιαστικά το χάσμα ανάμεσά τους, όταν, δηλαδή, βιώνουμε και οι δύο την ίδια κατάσταση, αλλά επηρεζόμαστε απ’ αυτήν με διαφορετικό τρόπο.

Το ίδιο γεγονός μπορεί να περάσει από τον πρώτο και να τον ταρακουνήσει συθέμελα. Να του προσθέσει κάτι ή να του αφαιρέσει κι επομένως να τον αλλάξει. Τον άλλο, όμως, πολύ πιθανόν να μην τον αγγίξει και να μη μεταβάλει, δηλαδή, κανένα χαρακτηριστικό του. Θα είναι σαν να μην πέρασε από πάνω του, σαν να μην το έζησε καν κι ας ήταν δίπλα στον πρώτο, που μεταβλήθηκε ανεπανόρθωτα απ’ αυτό.

Το αποτέλεσμα από τη συνεχή μεταβολή του ενός και την άτεγκτη ακεραιότητα του άλλου, είναι πως ο πρώτος, μέσα στο χρόνια, παίρνει νέα στοιχεία, χάνει άλλα, άρα γίνεται ένας νέος άνθρωπος. Ο άλλος, όμως, παραμένει ο ίδιος. Κι οι δύο αυτοί άνθρωποι που καταλήγουμε να είμαστε, δεν αποτελούμε τον ίδιο συνδυασμό που κάποτε ταίριαξε κι αγαπήθηκε. Πολύ πιθανόν να μην μπορούμε ούτε να συνεννοηθούμε με τα νέα δεδομένα, αφού ο ένας θα ζει όπως ζούσε στο παρελθόν, ενώ ο άλλος θα έχει φύγει ανεπίστρεπτα απ’ αυτό.

Ευτυχής θα είναι η περίπτωση όπου οι δύο σύντροφοι θα επηρεαζόμαστε με εφάμιλλο τρόπο από τα γεγονότα.  Τότε, θα αλλάζουμε μαζί και θα μεταβαλλόμαστε αμφότεροι με την πάροδο των χρόνων. Βλέπουμε, λοιπόν, πως ένας μακροχρόνιος δεσμός δε θα μπορεί παρά να διαλυθεί, όταν ο ένας σύντροφος «κοιμάται» και περνά αλώβητος από το χρόνο, ενώ ο άλλος «ζει» και μεταβάλλεται σταδιακά κι αδιάλειπτα μέσα σ’ αυτόν.

 

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή