Έχουμε ένα φίλο που κολυμπά καταμεσής της θάλασσας και κάποια στιγμή χτυπά πάνω σ’ ένα βράχο. Επιστρέφει, έτσι, στη στεριά και μας εξηγεί τι έπαθε. Δεν του αρκεί, όμως, να μας πει τι συνέβη. Θέλει να μας πάρει εκεί. Μας αναγκάζει, λοιπόν, να μπούμε στο νερό, να βραχούμε, να κολυμπήσουμε και να πάμε κοντά στο βράχο. Θέλει, τότε, ν’ ανέβουμε σ’ αυτόν, για να νιώσουμε στο πέτσι μας ό,τι ένιωσε κι εκείνος όταν χτυπούσε πάνω του.

Βλέπουμε, λοιπόν, πως ο φίλος μας δε θέλει απλώς να μοιραστεί το πρόβλημά του μαζί μας, αλλά θέλει να μας ταλαιπωρήσει και να κάνει, έτσι κι εμάς να πονέσουμε μ’ αυτό. Οι φίλοι που δεν αρκούνται στο να μοιράζονται τα προβλήματά τους, αλλά θέλουν να μας βάζουν μέσα σ’ αυτά, ξεπερνούν τα όρια και τα δικαιώματα που χαίρονται ως φίλοι μας κι η παρουσία τους στη ζωή μας γίνεται, έτσι, επιβαρυντική κι επιβλαβής.

Όταν παρουσιάζεται το πρόβλημα, ο επιβαρυντικός φίλος σπεύδει να το μοιραστεί μαζί μας. Δε διστάζει να μας αποκαλύψει την αναστάτωσή του απ’ αυτό και να τονίσει τη σοβαρότητά του. Εμφανίζεται συντετριμμένος με το κακό που τον βρήκε και με τις επιπτώσεις που, ενδεχομένως, θα έχει αυτό στη ζωή του.

Προτού καν προλάβουμε, όμως, να τον παρηγορήσουμε και να του συμπαρασταθούμε, ο φίλος μας θα εξαφανιστεί, περιφρονώντας τη συμβολή και τις παρατηρήσεις μας. Θα σηκώσει, έτσι, έναν αδιαπέραστο τοίχο ανάμεσά μας και θα αποχωρήσει, αφού, πρώτα, θα έχει καταφέρει να μας φορτώσει μ’ ένα κύμα σοβαρών ανησυχιών για την κατάστασή του.

Κάθε προσπάθειά μας, τότε, να τον εντοπίσουμε για να σταθούμε δίπλα του θα αποτυγχάνει κι η αναστάτωσή μας, έτσι, δε θα υποχωρεί. Το πρόβλημά του θα σφηνώσει στο μυαλό μας υπό τη μορφή απειλής για την κατάστασή του και το γεγονός ότι δε θα γνωρίζουμε τι «απέγινε» ο φίλος μας, θα κάνει πιο επίπονη την ανησυχία μας.

Ο φίλος μας, λοιπόν, φεύγοντας από κοντά μας κι αναστατώνοντάς μας, θα καταφέρει να μας βυθίσει μέσα στο πρόβλημά του και παρόλο που εμείς δεν είχαμε χτυπήσει στο «βράχο», θα πονάμε ακριβώς σαν να χτυπούσαμε. Όσο, μάλιστα, θα επιμένει να μη δίνει ενδείξεις για την ακεραιότητά του, θα κολυμπάμε ακόμη πιο βασανιστικά μέσα στον πιθανό, καταστροφικό αντίκτυπο του προβλήματός του.

Κάποια στιγμή, βέβαια, θα κάνει την επανεμφάνισή του. Αν δοκιμάσουμε τότε να τον επιπλήξουμε για την επίπονη διαδικασία που μας υπέβαλε με την εξαφάνισή του, θ’ αναρωτηθεί για το λόγο που δώσαμε τόσο σοβαρή διάσταση στα πράγματα. Στην πραγματικότητα, όμως, θα είναι ικανοποιημένος. Κατάφερε αυτό που ίσως ασυνείδητα επιθυμούσε, όχι επειδή δεν ήταν πραγματικός φίλος ή γιατί ήθελε το κακό μας, αλλά από μια ανίκητη ανάγκη του να παρασύρει κι εμάς στη δυστυχία του, προκειμένου να μην πονά μόνος.

Ανατρέπουμε, λοιπόν, τη θεωρία που λέει πως επιβαρυντικός είναι ο φίλος που μας φορτώνεται και που γίνεται ενοχλητικός με το πρόβλημα που έχει, αφού παρατηρούμε πως περισσότερο επιβλαβής είναι εκείνος που θέλει να μας ανησυχήσει με τα θέματά του και ν’ αναγκάσει κι εμάς, μ’ αυτό τον τρόπο, να πονέσουμε μαζί του και να παρασυρθούμε στην άβυσσο της στενοχώριας του.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου