Βρισκόμαστε μπροστά σε μια απέραντη φυσική έκταση και καλούμαστε να ζήσουμε σ’ αυτήν. Παντού φυτρώνουν ωφέλιμα άνθη, που καλύπτουν σχεδόν ολόκληρη την έκταση, αλλά υπάρχουν και μερικά, ελάχιστα δηλητηριώδη φυτά στο χώρο. Τα επικίνδυνα άνθη, όμως, είναι πολύ λιγότερα σε σχέση με τα ωφέλιμα κι υπάρχουν, δηλαδή, ελάχιστες πιθανότητες να τα συναντήσουμε.

Παρ’ όλα αυτά όμως, σφηνώνεται στο μυαλό μας η ελάχιστη πιθανότητα να συναντήσουμε τα δηλητηριώδη φυτά. Ο φόβος ότι θα πέσουμε πάνω σ’ αυτά μας καταβάλλει. Έτσι, βλέπουμε καχύποπτα και με φόβο κάθε φυτό που συναντάμε και περιορίζουμε αναγκαστικά τις κινήσεις μας στην έκταση, για να μη βρούμε μπροστά μας τα φυτά που θα μας βλάψουν.

Η φυσική έκταση, ας πούμε ότι είναι μια σχέση, που ξεκινά. Καθετί ανθοφόρο που υπάρχει διάσπαρτο στο χώρο είναι όλα αυτά που δείχνουν, ότι η σχέση μπορεί ν’ ανθοφορήσει και να επιτύχει. Αντιθέτως, κάθε δηλητηριώδες φυτό, αποτελεί κι ένα ενδεχόμενο, το οποίο μπορεί να κάνει κακό και να βλάψει τη σχέση.

Ενώ, λοιπόν, οι πιο πολλές ενδείξεις είναι ωφέλιμες για τη σχέση μας κι οι πιθανότητες να συμβεί κάτι άσχημο απειροελάχιστες, ωστόσο τείνουμε πολλές φορές να συγκεντρωνόμαστε σε ό,τι κακό μπορεί να συμβεί, προσπερνώντας όλα τα θετικά δείγματα και μην μπορώντας, έτσι, να απολαύσουμε τη σχέση. Οι επιπτώσεις απ’ την επιμονή μας στο κακό, όμως, υπάρχουν κι επιβαρύνουν τη σχέση.

Πρώτα απ’ όλα, είμαστε καχύποπτοι απέναντι σε κάθε θετική ένδειξη και την αμφισβητούμε. Αφού δεν πιστεύουμε ότι μπορεί να συμβεί κάτι καλό, τότε απορρίπτουμε κάθε καλοπροαίρετη κίνηση του συντρόφου μας. Χρειαζόμαστε αποδείξεις για κάθε «φυτό» που φέρνει στη σχέση, προκειμένου να πειστούμε ότι δεν πρόκειται να μας βλάψει. Έτσι, με την αχρείαστη ανάγκη μας να επιβεβαιωνόμαστε για το καθετί, κουράζουμε κι απομακρύνουμε το σύντροφό μας από κοντά μας.

Οι κινήσεις μας στη σχέση περιορίζονται, όταν μπαίνουμε σ’ αυτήν με το φόβο πως θα συμβεί κάτι κακό. Έτσι, είναι αδύνατον να συμπεριφερθούμε φυσιολογικά, με αποτέλεσμα να εξωτερικεύουμε κάτι κατώτερο, απ’ αυτό που είμαστε στην πραγματικότητα. Με την επίγνωση, λοιπόν, της διαστρεβλωμένης προς το κακό εικόνας μας που εμφανίζουμε, δε νιώθουμε ούτε εμείς καλά με τον εαυτό μας, αλλά κι ο σύντροφός μας, ενδεχομένως να δυσαρεστηθεί τότε μαζί μας.

Η εμμονή μας, τέλος, πως θα «πέσουμε σε δηλητηριώδη φυτό», έχει το ίδιο αποτέλεσμα, σαν να ερχόμασταν πραγματικά μπροστά σ’ αυτό. Αφού το μυαλό μας είναι κολλημένο στο δηλητήριο, νομίζουμε ότι το βλέπουμε παντού κι ενώ δεν υπάρχει, με την επιμονή μας σ’ αυτό είναι σαν να το κάνουμε εμείς να υπάρχει.  Έτσι, συναντώντας το νοερά μεν, αλλά εξίσου βλαβερά δε, κάνουμε αυτό που δε θα θέλαμε να συμβεί στη σχέση και την βλάπτουμε.

Αντιλαμβανόμαστε, επομένως, πως αν μπούμε σε μια σχέση και παραμερίσουμε κάθε θετική ένδειξη που προμηνύει την ανθοφόρα πορεία της κι αντιθέτως προσκολληθούμε σε καθετί, που μπορεί να την βλάψει, τότε η σχέση δε θ’ αργήσει να υποστεί σημαντική βλάβη και να τερματιστεί.

Έτσι, ο σύντροφός μας θ’ αποχωρήσει αναγκαστικά από την «έκταση» και θα πρέπει να ζήσουμε μόνοι μας σ’ αυτήν. Τότε, λοιπόν, ίσως και ν’ αντιληφθούμε πόσο λίγα «δηλητηριώδη φυτά» υπήρχαν, τελικά, ανάμεσά μας.

 

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου