Παίρνουμε ένα λιοντάρι απ’ την άγρια φύση για να το βάλουμε στο ζωολογικό κήπο. Στις αρχές το λιοντάρι εξακολουθεί να φέρεται, όπως ήταν συνηθισμένο να φέρεται, με την αγριότητα, δηλαδή, που ταιριάζει στο είδος του. Σιγά-σιγά, όμως, το λιοντάρι εξημερώνεται. Χάνει ένα μέρος απ’ την άγρια φύση του και είναι σαν να γίνεται, έτσι, λιγότερο λιοντάρι από πριν.

Τελικά το λιοντάρι εξημερώνεται πλήρως και είναι έτοιμο να εκτεθεί στο ζωολογικό κήπο. Τότε, λοιπόν, το λιοντάρι παύει, κατά κάποιον τρόπο, να είναι λιοντάρι και μετατρέπεται σε αξιοθέατο, αφού η αληθινή φύση του κατευνάζεται στο έπακρον.

Το λιοντάρι σταμάτησε, δηλαδή, να είναι λιοντάρι, όταν απομακρύνθηκε κι αποκόπηκε απ’ αυτό που ήταν γεννημένο να κάνει. Με τον ίδιο τρόπο, όταν οι άνθρωποι αποτραβιόμαστε από εκείνο που είμαστε καλοί να κάνουμε και το αφαιρούμε τελικά απ’ τη ζωή μας, χάνουμε την πραγματική μας ταυτότητα.

Η ταυτότητά μας είναι η κλίση μας, η αβίαστη ικανότητά μας για μια δραστηριότητα, που μας προσφέρει πληρότητα κι ευχαρίστηση. Η διαίσθησή μας συνήθως την αναγνωρίζει μόλις τη βρει, όμως πολλές φορές αναγκαζόμαστε να βάλουμε στην άκρη την ταυτότητά μας και ν’ απομακρυνθούμε απ’ αυτήν.

Όσο ηπιότερη είναι η απομάκρυνσή μας, τόσο πιο ακέραιη μένει η ταυτότητά μας. Εξακολουθούμε να είμαστε αφιερωμένοι σ’ αυτήν, την καλλιεργούμε και την εξελίσσουμε. Όταν πρέπει να τη βγάλουμε για λίγο απ’ τη ζωή μας, νιώθουμε ότι χάνουμε τον εαυτό μας κι η ανάγκη ν’ ασχοληθούμε ξανά μ’ αυτό για το οποίο γεννηθήκαμε, είναι ακόμη έντονη κι αναπόφευκτη.

Όταν, όμως, η απομάκρυνση γίνεται πιο συστηματική, η ταυτότητά μας σταματά να μας είναι το ίδιο απαραίτητη. Δεν την έχουμε ανάγκη όπως πριν και δε μας πειράζει που δεν την εντάξαμε βαριά στην καθημερινότητά μας. Εξακολουθεί, παρόλα αυτά, να υπάρχει σαν σκέψη μέσα μας, αλλά υπό τη μορφή ακαθόριστου ενδεχόμενου: κάποια στιγμή, θα καταπιαστούμε ξανά μ’ αυτήν.

Με την πλήρη, όμως, απομάκρυνσή μας, η ανάγκη να βυθιστούμε ξανά με ζήλο στην ταυτότητά μας «εξημερώνεται». Αποκοβόμαστε τόσο πολύ απ’ αυτήν, που στο τέλος την ξεχνάμε. Άλλες δραστηριότητες την αντικαθιστούν κι ενώ η πληρότητα που υπήρχε μέσα μας εξαλείφεται σιγά-σιγά, δεν κάνουμε τίποτα για να εμποδίσουμε την εξαφάνισή της. Καταπιανόμαστε, έτσι, με άλλα πράγματα, που φαινομενικά μπορεί να γεμίζουν τη ζωή μας, αλλά στην πραγματικότητα αδειάζουν σταδιακά τον εαυτό μας.

Όπως το λιοντάρι, λοιπόν, στο ζωολογικό κήπο αποκόπτεται απ’ την αληθινή του φύση και παύει, τελικά, να είναι λιοντάρι, έτσι θα σταματήσουμε κι εμείς να είμαστε ο εαυτός μας, όταν αποξενωθούμε τελείως απ’ την ταυτότητά μας. Το λιοντάρι γίνεται αξιοθέατο, γίνεται δηλαδή κάτι, το οποίο δε γεννήθηκε για να είναι. Χωρίς καμιά διαφορά, θα καταλήξουμε κι εμείς ν’ ασχολούμαστε με άλλες δραστηριότητες και να είμαστε κάτι άλλο απ’ αυτό που θα έπρεπε να ήμασταν.

Η ελπίδα, όμως, δε χάνεται στο ζωολογικό κήπο. Το λιοντάρι μπορεί κάποτε να γυρίσει πάλι στη φύση του, να πάρει πίσω την ταυτότητά του και να λειτουργήσει σαν λιοντάρι ξανά. Κι εμείς, λοιπόν, μπορούμε ανά πάσα στιγμή να επιστρέψουμε στη «φύση» μας, να επανακτήσουμε τη χαμένη ταυτότητά μας και να βρούμε, έτσι, ξανά τον εαυτό μας.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου