Θέλουμε να φτάσουμε κάπου μακριά. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο, λοιπόν και ξεκινάμε να διαγράφουμε τη διαδρομή μας. Περνάμε από δύσβατα στενά κι από δρόμους ανηφορικούς, όμως, υπάρχουν κι αρκετές κατηφόρες στην πορεία μας. Προτού, όμως, να καταφέρουμε να φτάσουμε στο τέρμα και να δούμε τον προορισμό για τον οποίο κινούσαμε, συναντάμε ένα αδιέξοδο που σταματά, αναγκαστικά, τη διαδρομή μας.

Παραμένουμε, όμως, στο σημείο αυτό, όπου το αυτοκίνητο διέκοψε την πορεία του και φανταζόμαστε ότι με την ίδια ακριβώς διαδρομή, διαγράφουμε μια σχέση. Η σχέση έχει, δηλαδή, τις ανηφόρες και τις κατηφόρες της, αλλά παρ’ όλα αυτά θέλουμε να φτάσουμε μακριά μ’ αυτήν. Το ίδιο αποκαρδιωτικά, όμως, προτού προλάβουμε να φτάσουμε εκεί όπου θα θέλαμε, η σχέση δεν προχωρά, αλλά, αντιθέτως, καταλήγει σε αδιέξοδο.

Με τον όρο «αδιέξοδο» στη σχέση, δεν εννοούμε τίποτα άλλο από το σημείο που σταματά η εξέλιξη της σχέσης. Ο ένας από τους δύο συντρόφους, ενδεχομένως να μην είναι έτοιμος να πάει ένα βήμα παρακάτω, ή να μη θέλει να προχωρήσει περισσότερο. Όταν διαισθανθούμε ή επιβεβαιώσουμε τις προθέσεις του, όμως, δεν προσπαθούμε πάντα να απαλλαγούμε απ’ αυτόν, αλλά αντιθέτως, επιμένουμε να ισχυριζόμαστε πως ίσως, με κάποιο τρόπο, θα καταφέρουμε να υπερπηδήσουμε το αδιέξοδο και να προχωρήσουμε μαζί του.

Έφτασε, όμως, η στιγμή που πρέπει να μπούμε ξανά στο αυτοκίνητο και να πάμε στο σημείο όπου σταματήσαμε αναγκαστικά την πορεία μας. Βρισκόμαστε πίσω στο αδιέξοδο, λοιπόν και οι λύσεις που μπορούμε να ακολουθήσουμε είναι τρεις.

Στην πρώτη περίπτωση, μπορούμε να βάλουμε την όπισθεν, να απεγκλωβιστούμε δραστικά από το αδιέξοδο και να τερματίσουμε εκεί τη σχέση. Θα εγκαταλείψουμε τότε το σύντροφο που δεν έχει σκοπό να προχωρήσει μαζί μας και θα βρούμε έναν άλλο, που θα θέλει να φτάσει ως το τέρμα μ’ εμάς. Ενώ, όμως, πρόκειται για μια επιλογή που εξυπακούεται ότι πρέπει ν’ ακολουθηθεί, ωστόσο, δε συνειδητοποιούμε καθόλου άμεσα την αναγκαιότητά της και την απορρίπτουμε στην αρχή.

Η δεύτερη επιλογή που έχουμε, είναι να επιστρέψουμε ξανά στην αφετηρία, να πάρουμε μια διαφορετική διαδρομή και να προσπαθήσουμε, μέσω αυτής, να φτάσουμε στο τέρμα. Πρόκειται για μια προσπάθεια που ενδεχομένως να φέρει αποτέλεσμα, όμως, είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουμε ριζικά τα θεμέλια μιας ήδη προχωρημένης σχέσης και να διορθώσουμε τα λάθη της, προκειμένου ο σύντροφός μας να τη δει με άλλο μάτι.

Στην τελευταία και πιο απελπισμένη επιλογή μας, εγκαταλείπουμε το αυτοκίνητο και προσπαθούμε να πάμε με τα πόδια μέχρι το τέρμα. Ξεπερνάμε, δηλαδή, όπως- όπως το αδιέξοδο και με αδύναμα μέσα, μαχόμαστε προκειμένου να αλλάξουμε την έκβαση της σχέσης. «Περπατώντας», όμως, μέσα στη σχέση, καταπονούμε τον εαυτό μας, επιβαρύνουμε κι άλλο τη θέση μας κι οι προσπάθειές μας δε φτάνουν ποτέ το σύντροφό μας, που προπορεύεται με το «όχημά» του. Έτσι, η απόσταση που μας χωρίζει, θα αυξάνεται ολοένα και περισσότερο κι η σχέση δε θα μπορεί με κανένα τρόπο να προχωρήσει.

Αντιλαμβανόμαστε, επομένως, πως όταν μια σχέση περιέλθει σε αδιέξοδο, υπάρχουν πολύ ισχνές πιθανότητες να καταφέρουμε ν’ απαλλαγούμε απ’ αυτό. Η μόνη ασφαλής διέξοδος που μπορούμε ν’ ακολουθήσουμε, για να προστατεύσουμε πρώτα απ’ όλα τον εαυτό μας, είναι η απομάκρυνσή μας από τη σχέση, έστω κι αν δεν μπορεί να γίνει με ανώδυνο τρόπο.

 

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου