Ξεκίνησε η σχέση μας ισότιμα. Ό,τι έδινε ο ένας, δε δίσταζε να δώσει κι ο άλλος. Όπως ένιωθε η μια μεριά, ανταπέδιδε σε συναίσθημα κι η άλλη. Οι ρόλοι, ωστόσο, δεν άργησαν να ανατραπούν. Πάψαμε να συμπρωταγωνιστούμε στο έργο, ο ένας πήρε τα σκήπτρα του μεγάλου ρόλου, έστρεψε τα φώτα πάνω του κι έλαμψε. Ο άλλος, αφώτιστος κι αποδυναμωμένος, στη σκιά του πρωταγωνιστή να παλεύει για ένα βλέμμα του.

Η ανακατανομή των ρόλων έγινε αναπάντεχα. Ο σεναριογράφος του έργου μας ήθελε, φαίνεται, να πονέσει τον ένα και διάλεξε να πονέσει εμένα. Του άρεσαν οι ανατροπές, αφού για τη θέση του αδύναμου ήθελε να βάλει έναν δυνατό και με επέλεξε τόσο οξύμωρα, για το ρόλο αυτό. Δε διαμαρτυρήθηκα, αντιθέτως, αποδέχτηκα την πρόκληση και μπήκα στο πετσί του ρόλου που μου δόθηκε…

Απέναντί μου είχα τον πρωταγωνιστή μου. Η νέα του θέση απαιτούσε και διαφορετική αντιμετώπιση της σχέσης μας. Με κοίταζε πλέον αφ’ υψηλού. Το ενδιαφέρον του για ένα αφώτιστο κομπαρσάκι, εκ των πραγμάτων, έπρεπε να ατονήσει. Εγώ, αντιθέτως, τον κοίταζα με ανανεωμένη προσοχή. Όσο αδιαφορούσε για εμένα, τόσο πιο πολύ ενδιαφερόμουν εγώ για εκείνον. Απαξιούσε αυτός κι εγώ μαγευόμουν ολοένα και περισσότερο. Όσο έδειχνε να μη με έχει πια ανάγκη, τόσο πιο πολύ εξαρτημένη απ’ το έργο μας αισθανόμουν.

Για το τέλος του έργου δε χρειαζόταν να ρωτήσω το σεναριογράφο για να μου τ’ αποκαλύψει. Παρότι περιφρονημένη, ήξερα την κατάληξη του δράματός μας. Το συναίσθημα του κομπάρσου για τον πρωταγωνιστή, προχωρούσε στα θετικά, στα συν. Το αίσθημα του πρωταγωνιστή, έτρεχε αλαφιασμένο προς στην αντίθετη κατεύθυνση, στα πλην. Πώς να συγκλίνουν ξανά αισθήματα πρωταγωνιστή και κομπάρσου; Ήταν και μαθηματικά, πλέον, αδύνατον…

Όταν, δραπετεύοντας τώρα απ’ το «έργο», το ενδιαφέρον του άρχισε να ξεθωριάζει, δεν άργησα να το διαισθανθώ. Με τις πρώτες ενδείξεις έσπευσα να σώσω την κατάσταση, να αναθερμάνω την ένταση που υποχώρησε. Μέσα στον πανικό μου, όμως, κατέφυγα σε απερίσκεπτα μέσα που δε συνηγόρησαν καθόλου υπέρ του σκοπού μου, αλλά, αντιθέτως, έκαναν πιο επείγουσα την τάση του να φύγει από κοντά μου.

Όσο τον έβλεπα να απομακρύνεται, εγώ έτρεχα κοντά του. Μου φώναζε με την αδιαφορία του ότι δε με ήθελε δίπλα του, αλλά τότε εγώ επέλεγα να μην ξεκολλώ από πάνω του. Δεν είχε την ανάγκη να επικοινωνήσει όπως πρώτα μαζί μου και να μου μιλήσει, αλλά εγώ δεν έκανα κάτι άλλο παρά να μιλώ ακατάπαυστα και χωρίς ειρμό, προκειμένου να αποσπάσω ένα λόγο που θα έσπαγε τη βεβαιότητα ότι όλα είχαν πλέον τελειώσει.

Δυστυχώς η βεβαιότητα θα έμενα ακέραιη μέχρι τέλους… Ήξερα ποια θα ήταν η έκβαση της σχέσης μας, ήξερα ότι ο ένας θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί ταπεινωμένος και καταφρονεμένος, ενώ ο άλλος θα έφευγε ανακουφισμένος κι αδιαφορώντας για τα κομμάτια που άφηνε πίσω του.

Έτσι γίνεται πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις. Όσο λιγότερο θέλει ο ένας, τόσο πιο δυνατά αρχίζει να αισθάνεται ο άλλος. Μέχρι τα αντίστροφα πλέον συναισθήματά τους να τερματιστούν, το καθένα στη δική του πλευρά.

Όμως, παρ’ όλα αυτά, δεν έφευγα όσο ήταν ακόμα νωρίς, όπου θα μπορούσα, τουλάχιστον, όχι μόνο να σώσω την αξιοπρέπειά μου, αλλά και να προλάβω αυτή την ανείπωτη λύπη, που θα έφερνε η επιβεβαίωση των προγνωστικών μου για το τέλος.

Αποδυναμωμένη, λοιπόν, αποφάσισα να ταπεινωθώ μέχρις εσχάτων. Ισοπέδωσα τη νοημοσύνη μου, άδειασα από αξιοπρέπεια και μεταλλάχτηκα σε κάποια χωρίς αυτοεκτίμηση. Αφού σταμάτησε να ενδιαφέρεται για εμένα, αποφάσισα να του δώσω μια σοβαρή επιβεβαίωση, ότι όντως καλά έκανε και σταμάτησε να ενδιαφέρεται για εμένα. Ξεκίνησα τότε να δίνω τα ρεσιτάλ μου, έγινα ενοχλητική, παράλογη, έγινα αυτό που ήξερα ότι κανένας άνθρωπος δε θα ήθελε κοντά του.

Και τον έβλεπα να θέλει ακόμα λιγότερο. Τον είδα που έφτασε στο τέλος να μη θέλει καθόλου. Όταν εξαφανίστηκε κι η τελευταία ελπίδα συναισθηματικής επανασύνδεσης, έτριψα τα χέρια μου ικανοποιημένη.

Τον έχασα, αλλά δε με ένοιαξε και τόσο οδυνηρά, τουλάχιστον τώρα ζούσα με τη σκέψη ότι αν δε γινόμουν τόσο παράλογη, ίσως να μην έφευγε από κοντά μου. Είχα να κατηγορήσω για την απομάκρυνσή του όχι κάτι που ήμουν, αλλά κάτι που εγώ «με ανάγκασα» να είμαι. Όσο και να πεις, είναι μια παρηγοριά κι αυτό…

 

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη