Ας υποθέσουμε ότι είναι νύχτα. Από το παράθυρο ακούγεται έντονος, εκκωφαντικός θόρυβος κι ο ουρανός φωτίζεται. Σπεύδουμε να επικυρώσουμε τις υποψίες μας και πράγματι, βλέπουμε πυροτεχνήματα να το διαπερνούν. Προσηλωνόμαστε σ’ αυτά και μένουμε να τα παρατηρούμε, λοιπόν, εκστατικά.

Την επόμενη νύχτα, όμως, ανοίγουμε το παράθυρο κι η εικόνα είναι αποκαρδιωτική. Δεν υπάρχουν πια τα πυροτεχνήματα, έπαψαν. Ο ουρανός είναι λες και φτώχυνε, έχασε τη ζωντάνια που είχε χθες. Μας φαίνεται άδειος και το χειρότερο είναι ότι μας φαίνεται ακόμη πιο άδειος, απ’ ότι ήταν πριν την ύπαρξη των πυροτεχνημάτων.

Το ίδιο ακριβώς αίσθημα του «ακόμη πιο άδειου ουρανού», λοιπόν, μπορεί να μας συνοδεύσει και την επόμενη ημέρα των γενεθλίων μας. Η εκκωφαντική ιδιαιτερότητα που μας περικυκλώνει την ημέρα που γιορτάζουμε, όταν την επόμενη σβήσει και πάψει να υπάρχει, μπορεί να αφήσει ένα αίσθημα κενότητας στην ψυχή μας. Η κενότητα, μάλιστα, που θα αισθανόμαστε από τότε και στο εξής, ίσως να είναι πολύ πιο ισχυρή απ’ ότι ενδεχομένως να ήταν, προτού να δούμε «τα πυροτεχνήματα».

Εδώ, αναπόφευκτα, εξυψώνεται το δίλημμα. Θα ήταν προτιμότερο να δούμε τα πυροτεχνήματα, ν’ απολαύσουμε τη βραχυπρόθεσμη διάρκειά τους κι ύστερα, όμως, να βυθιστούμε στη μελαγχολία που θα συνοδεύει την απουσία τους, ή θα ήταν καλύτερα να μην υπήρχαν, να μην τα βλέπαμε ποτέ;

Μεταφέροντας, τώρα, το δίλημμα στο θέμα μας, τα γενέθλια πρέπει να γιορτάζονται εκκωφαντικά, ή να περνούν με διακριτικότητα, προκειμένου ν’ αποφευχθεί η μελαγχολία που ενδεχομένως θα εμφανιστεί με τον τερματισμό τους;

Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων που εκλαμβάνουν με διαφορετικό τρόπο την ύπαρξη και τον τερματισμό των πυροτεχνημάτων. Η πρώτη κατηγορία, νιώθει μεγάλη χαρά στην εικόνα τους κι η θύμησή τους, τους συνοδεύει κι εξακολουθεί να τους ευχαριστεί πολύ καιρό μετά το σταμάτημά τους. Περιμένουν, μάλιστα, την έκρηξη των επόμενων πυροτεχνημάτων με αδημονία κι η αναμονή τους, συντηρεί τον ενθουσιασμό τους.

Η δεύτερη κατηγορία, όμως, παρόλο που εντυπωσιάζεται με την εικόνα των πυροτεχνημάτων, δεν μπορεί να την απολαύσει χωρίς έναν κόμπο στο λαιμό. Η επίγνωση πως η «ιδιαιτερότητα» του ουρανού θα πάψει να υπάρχει κι η εντύπωση ότι με το πέρασμά της θα επανέλθει η κανονικότητα τόσο σύντομα κι αναπόφευκτα, τους απογοητεύει.

Στο πρώτο είδος ανθρώπων, επομένως, τα γενέθλια πρέπει να τα γιορτάζουμε με εκκωφαντικό τρόπο και με ακρότητες, χωρίς περιορισμούς. Αφού οι φίλοι μας θα ευφρανθούν με τα πυροτεχνήματα, μπορούμε να τα εκτινάξουμε, χωρίς φειδώ. Όσο πιο εντυπωσιακή θα είναι η ημέρα των γενεθλίων των φίλων σου, τόσο πιο γερά θ’ αγκιστρωθεί στη θύμησή τους και θα συνεχίζει να τους ευχαριστεί για πολύ καιρό μετά.

Στην περίπτωση, όμως, του ατόμου που μελαγχολεί με τα πυροτεχνήματα, πρέπει η ιδιαίτερη ημέρα του να μη βιωθεί σαν ιδιαίτερη, αλλά σαν κανονική. Εάν τον περικυκλώσουμε με πυροτεχνήματα, με τον τερματισμό τους θα τον καταδικάσουμε σε μια αδιάκοπη μελαγχολία.  Η εντύπωση ότι οι επόμενες, χωρίς πυροτεχνήματα ημέρες του, θα ‘ναι φτωχές, ακόμη πιο φτωχές από τις προηγούμενες, θα τον απογοητεύσουν και θα τον βυθίσουν σε μια βαρυθυμία χωρίς διέξοδο.

Παρατηρούμε-επομένως- πως δεν μπορούν όλοι να ευχαριστηθούν εξίσου με τα πυροτεχνήματα. Για μερικούς, ευφραίνονται οι ουρανοί μ’ αυτά, γι’ άλλους όμως, πιο πολύ αδειάζουν κι είναι σαν να αδειάζει μαζί η ψυχή κι η διάθεσή τους.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου