Γράφουμε πρόχειρα ένα σενάριο. Πρώτα στήνουμε τον ήρωά μας. Αποφασίζουμε για τα χαρακτηριστικά που θα του δώσουμε, ποια θα είναι τα δυνατά, αλλά και τα τρωτά του στοιχεία. Πάνω σ’ ένα διάγραμμα θα σχηματίσουμε πάνω-κάτω την πορεία του, όπου θα υπάρχουν στιγμές που θα επιδεικνύει την ισχυρή πλευρά του, αλλά και σημεία που θα πρέπει να εμφανίζεται πιο ευάλωτος.

Μετά θα μπουν οι διάλογοι κι οι κινήσεις του, που θα προσαρμοστούν ανάλογα με τα πρόσωπα που θα διεισδύσουν στην πλοκή. Τα πάντα, όμως, πρέπει να έχουν ένα σκοπό και να μην αποκλίνουν, αν είναι δυνατόν, απ’ αυτόν: να εξυπηρετούν ένα σχέδιο, τη «γενική ιδέα» του σεναρίου.

Παρόλο που φαίνεται περίπλοκη η διαδικασία συγγραφής σεναρίου, στην πραγματικότητα είμαστε πολύ πιο εξοικειωμένοι μ’ αυτήν, απ’ όσο φανταζόμαστε. Σε συστηματική βάση και συνήθως με πλήρη συνείδηση, βαδίζουμε πάνω στο σενάριο που οι ίδιοι «γράφουμε» για τον εαυτό μας.

Το γεγονός πως η «συγγραφή σεναρίου» είναι κάτι που συμβαίνει με μεγάλη συχνότητα κι από τους γύρω μας, καθιστά ακόμα πιο προσβάσιμη την πιθανότητα να καταπιαστούμε μαζί της. Πρόκειται για μια διαδικασία που αν την εντάξουμε στη ζωή μας, δύσκολα θα μπορούμε μετά ν’ απαλλαγούμε απ’ αυτήν.

Με το σενάριό μας στα χέρια μας, λοιπόν, αποφασίζουμε ποια χαρακτηριστικά μας θα επιδείξουμε και με ποιο τρόπο θα συμπεριφερθούμε σε κάθε περίπτωση, με σκοπό να παρουσιάσουμε την εικόνα που θέλουμε για τον εαυτό μας. Δεν κάνουμε τίποτα που να μην εξυπηρετεί το χαρακτήρα που επιδιώκουμε να «στήσουμε», ή αλλιώς, την κεντρική ιδέα του σεναρίου μας.

Ανάλογα, έτσι, με το πρόσωπο που θέλουμε να εξωτερικεύσουμε, ορίζουμε ένα γενικό πλάνο συμπεριφοράς, το οποίο διαφοροποιείται, όμως, σύμφωνα με τους «χαρακτήρες» που έχουμε να συναναστραφούμε. Προμελετούμε τα λόγια και τις κινήσεις που θ’ ακολουθήσουμε, για να γίνουμε οι ήρωες του σεναρίου και απομακρυνόμαστε, έτσι, οικειοθελώς, από τον πραγματικό μας εαυτό. Όσο, μάλιστα, ο ρόλος που δημιουργούμε για τον εαυτό μας έχει ανταπόκριση, βυθιζόμαστε ακόμα πιο ανεπίστρεπτα στην ανάγκη μας να «υποδυθούμε», για να κερδίσουμε την αποδοχή που επιζητούμε.

Παρόλα αυτά, υπάρχουν και στιγμές που το σενάριό μας μας κουράζει. Θέλουμε να το μαδήσουμε για ν’ απαλλαγούμε μια και καλή απ’ αυτό. Το σκίζουμε τότε με απέχθεια και το πετάμε. Πάντα, όμως, μόλις αναλογιστούμε τι κάναμε, τρέχουμε αμέσως, μαζεύουμε τα κομμάτια του κι ενώνουμε τη ροή του ξανά. Ησυχάζουμε μόνο όταν δούμε πάλι ακέραιη τη μορφή του κι ένας στεναγμός ανακούφισης επικυρώνει την εξάρτησή μας απ’ αυτό.

Ο λόγος που δεν μπορούμε να προκαλέσουμε ανεπανόρθωτη ζημιά στο σενάριό μας είναι ο φόβος που έχουμε να μην απογοητεύσουμε και να μη σταθούμε κατώτεροι της εικόνας που οι ίδιοι διαστρεβλώσαμε, για ν’ ανυψωθούμε στα μάτια των άλλων. Η πιθανότητα, έτσι, να δράσουμε έξω απ’ αυτό εκμηδενίζεται κι η αναγκαιότητα να υπάρχει ένα «πλάνο» στη ζωή μας ισχυροποιείται.

Το πλάνο μας όχι μόνο πρέπει να υπάρχει και να τηρείται, προκειμένου να εξωτερικευθεί η εικόνα που επιδιώκουμε, αλλά οφείλει να είναι δυνατό και καλογραμμένο, αν θέλουμε να σταθεί ισάξια απέναντι στα υπόλοιπα «σενάρια», που υπάρχουν και που είναι αξιόλογα.

Κάποιες στιγμές μπορούμε να βγούμε από το σενάριό μας, συνήθως όταν βρεθούμε μόνοι μας. Νιώθουμε, όμως, μικροί κι ανεπαρκείς έξω απ’ αυτό. Αλλά έχει κι αυτό τη γλύκα του.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή