Και βγαίνω απ’ το μπάνιο που λέτε μανάρια, καθαρούλης και μοσχομυριστός και στέκω μπροστά στο νιπτήρα. Τα τοπίο ολίγον τι θολό, διότι ο χρόνος τριψίματος επιδερμίδας πολύς κι η θερμοκρασία του νερού υψηλή. Τόσο που ξεπουπούλιαζες κότα. Κοντά ήμουν. Όλα αυτά, λοιπόν, δημιούργησαν πυκνά σύννεφα ατμού στην ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να έρθω σε επαφή με το είδωλό μου. Εμένα, δηλαδή.

Ανοίγω το πορτάκι του μπάνιου, μπας κι οι αναθυμιάσεις του αφρόλουτρου εξαϋλωθούν και με μια πετσέτα σκουπίζω ολίγον τι τον καθρέφτη. Αποκάλυψις. Η λάμψη του αγγελικού μου προσώπου τύφλωνε κι αλογόμυγα στα 42 χιλιόμετρα. Φτου σου, ρε Άδωνι, λέω, είσαι για πολύ μεγάλη μπάλα σήμερις να ουμ και ψάχνω να βρω καμία χάντρα θαλασσιά που λέει κι ο Κότσιρας, να την καρφιτσώσω στο βρακί μου, να μην αβασκαθώ από καμιά κάργια.

Με γοργές κινήσεις μεγάλου παίχτου, απλώνω τη Ρεξόνα all over στας μεταξένιας μου αμασχάλας, πατάω και μια γερή δόση Αξ Άφρικα στο βελουδένιο μου κορμί και τρέχω προς την ντουλάπα να διαλέξω ρούχα, για να εμφανιστώ ως άλλος Ρονάλντο του έρωτα στον τελικό του καμακο-τσάμπιονς λιγκ, που θα διεξάγετο οσονούπω, σε μπαράκι της Αγίας Ειρήνης, μεγάλη η χάρη της. Θεός να σας φυλάξει, κορίτσια.

Είχα καθίσει στον πάγκο για αρκετές αγωνιστικές κι η όρεξή μου για ντρίπλες στις ωραίες υπάρξεις ήταν δεδομένη. Περίμενα μετά ανυπομονησίας το σφύριγμα του διαιτητού για να αρχίσει το ματς κι αυτό δεν άργησε να συμβεί. Το τηλέφωνον εγκντούπα. Οι συμπαίχτες με καλούν.

«Έλα, ρε παπάρα, πού είσαι, έχουμε πιάσει μπάρα στο μαγαζί κι έχουμε αρχίσει το ζέσταμα με κάνα δυο τρία δεκαπεντέξι σφηνάκια βότκα λεμόνι. Θα έρθεις ή θα βγάζουμε σέντρες τσάμπα;». Μάγκες, αράξτε κι έγινα πύραυλος. Μείνετε στο ζέσταμα, γιατί μέχρι το 90’ έχουμε δρόμο.

Φοράω σφαίρα, λοιπόν, το λουλουδάτο μου υποκάμισο,  το ολοκαίνουργιο τζιν μου με τα 865 σκισίματα και με προσεγμένες κινήσεις σπατουλάρω με τέχνη την ατίθαση φρεσκολουσμένη φράντζα μου. Κι ένα και δύο και τρία, κινητό, λεφτά, τσιγάρα, έφυγα για τη ματσάρα.

Καβαλώ το σκουτεράκι μου και σε 10 λεπτά ήμουν απίκο στο μπαρ. Οι εξέδρες αλαλάζουν, οι τσιρλίντερς σκίζουν τα σορτσάκια τους κι οι συμπαίχτες αναφωνούν. Ήρθε ήρθε ο αρχηγός. Ακουμπώ με το δεξή μου αγκώνα την μπάρα και σχεδόν τηλεπαθητικά με στιλ Γιούρι Γκέλερ, χωρίς καν να κουνήσω βλέφαρο, η όμορφη γαλανομάτα μπαργούμαν έρχεται για να παραγγείλω.

Τι θα πάρετε, μου λέει. Εσένα στο ποτήρι, της απαντώ. Ατακάρα, ρε φίλε, με το καλημέρα. Αλλά τι να πει η δόλια; Ξέρει ότι δεν την παίρνει να ανοιχτεί μαζί μου ακόμα γιατί γνωρίζει ότι όλες εδώ σε λίγο θα ψάχνονται να τις κάνω μεταγραφή. Προς το παρόν δε θέλω να ασχοληθώ. Γελάει διακριτικά. Να σας φέρω τον κατάλογο, μου λέει. Δε χρειάζεται, κούκλα μου, της απαντώ, φτιάξε μου ένα από αυτά τα κοκτέιλ σας τα ξεδιψαστικά, αυτά τα ψαγμένα που δεν ξέρουμε ούτε ένα συστατικό, έτσι για την προθέρμανση.  Μάλιστα, μου απαντά και αποσύρεται στα δωμάτιά της. Και γυρίζει την πλάτη της αφήνοντας να της ξεφύγει ένα αμήχανο χαμογελάκι, μην πιστεύοντας ότι υπάρχει ελπίδα να την προσεγγίζει ένας πρωταθλητής του φλερτ. Αναμένοντας το κοκτέιλ μου, βγάζω απ’ την τσέπη τη θήκη με τον καπνό μου και σε χρόνο DT σχεδόν με το ένα χέρι, στρίβω το πρώτο τσιγάρο της βραδιάς. Το εξερευνητικό.

Η ατμόσφαιρα στο μπαρ είχε αρχίσει να γίνεται flirty, τουτέστιν τα γκομενάκια είχαν χτυπήσει τα πρώτα ντρινκς κι οι πιο άμαθες από αυτές είχαν φάει το πρώτο σουτ στο δοκάρι. Εγώ γυρίζοντας με την πλάτη στο μπαρ, με το γνωστό μου στιλ τις κοίταζα δήθεν αδιάφορα και γύριζα γρήγορα το βλέμμα μου προς την αντίθετη κατεύθυνση, αφήνοντάς τις να ελπίζουν και να ψιθυρίζουν μεταξύ τους κρυφογελώντας.

Κάνω να ανάψω το τσιγάρο και ψάχνω τον αναπτήρα μου, αλλά αυτομάτως μαζεύομαι μην και τυχόν με πάρουν γραμμή και κάνουν επίθεση ο μισός γυναίκειος πληθυσμός του μπαρ. Δεν μπορώ τα δράματα. Διακριτικά γυρίζω την πλάτη κι ανάβω μόνος. Τραβάω την πρώτη ρουφηξιά και ταυτόχρονα σχεδόν την πρώτη γουλιά απ’ το κοκτέιλ που μου έφερε η γαλανομάτα.

Έφτυσα τα μάτια μου. Τι σκατά έχει βάλει μέσα στο ποτό αυτή, ρε; Ρε κοπέλα, ξεδιψαστικό είπαμε, όχι ξεψυχωτικό. Αυτό το πράμα φαινόταν ενδιαφέρον, με το αγγούρι του καρφωμένο στο πέτο και κάτι σποράκια να επιπλέουν ολούθε, αλλά μόλις το κατάπια, μάνα μου, λες και κατάπια τον Εωσφόρο μαζί με καμιά τριαντάρια διαόλους που μάσαγαν τσίλια. Αρπάζω την κανάτα με το νερό και το κατεβάζω σαν Βεδουίνος που ‘χε ξεμείνει δύο χρόνια στη Σαχάρα χωρίς να πετύχει όαση.

Αφού συνήλθα και το χρώμα μου επανήλθε στο φυσικό μου μεσογειακό, ξεκίνησα την αναγνώριση στόχου. Μετά από κάνα τέταρτο, το αετίσιο μάτι μου κατέβασε το excel αρχείο με τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια και συνέχισα τα σφηνάκια με τους συμπαίχτες μου, όπου κι αυτοί είχαν αρχίσει την αναγνώριση εδάφους αέρος.

Ο νευρώνειος επεξεργαστής μου, έκανε αστραπιαία τους υπολογισμούς. Και κατέληξα. Πρώτη στη λίστα ήταν μια όμορφη καστανούλα. Πρόσχαρη κι αεράτη ήταν απ’ τα κορίτσια που νόμιζες ότι είχαν καταπιεί ένα δίλιτρο μαλακτικό Gasoline με νότες απ’ τα πρώτα λουλούδια της άνοιξης. Θα υποψιάζεστε τώρα ότι αμέσως έστησα την μπάλα στο σημείο του πέναλτι για εκτέλεση. Αλλά όχι, φίλοι μου. Ένας εραστής του βεληνεκούς μου, δεν πέφτει στην παγίδα να δείξει ενδιαφέρον και να ξεβρακωθεί στην πρώτη φυσιογνωμία που συνάντησε στο μπαρ. Γιατί έστω ότι το ματς δεν κυλήσει έτσι όπως θα προβλεπόταν κι εκεί που έχουμε κλείσει τον αντίπαλο στο τερέν του και τον βομβαρδίζουμε στα γεμίσματα μας κάνει την αντεπίθεση και σκοράρει. Τι κάνουμε εμείς; Ε; Φοράμε τα πένθιμα μελιτζανιά; Όχι, φίλε Καπετανάκη!

Οι γυναίκες θέλουν τον τρόπο τους και σας μιλά ένας εξπέρ της προσέγγισης. Αν μία στο εκατομμύριο ο κλειδωμένος στόχος δεν ανταποκριθεί κι οι υπόλοιπες πάρουν μυρωδιά τη χυλόπιτα, τότε, αγαπητοί μου, γυρνάς σπιτάκι με μίλκο και τυρόπιτα. Δε θα το πάθω αυτό.

Περιμένω, λοιπόν, υπομονετικά το πρώτο ελαφάκι που θα ξεπροβάλλει στο ξέφωτο. Και να το. Δεν ήταν η τρισχαριτωμένη καστανούλα, αλλά ένα εξίσου ενδιαφέρον θήραμα. Έρχεται στη φωλιά του κούκου να παραγγείλει. Κού-κου, εδώ είμαι!

-Ε, με συγχωρείτε, να παραγγείλω;

-Παρακαλώ, δεσποινίς μου, περάστε.

Κάνω λίγο δεξιά να μπορέσει να ακουμπήσει στο μπαρ, αλλά όχι τόσο πολύ ώστε να μην υπάρχει επαφή. Αυτό είναι άλλο ένα σατανικό κόλπο που σας αποκαλύπτω, αγαπητοί αναγνώσται. Η σωματική επαφή είναι ένα απ’ τα κρυφά ατού στο φλερτ. Το δέρμα της και το δέρμα μου έρχονται σε επαφή. Με το πρώτο άγγιγμα σχεδόν ανατσουτσούρωσε. Ένιωσε τη θερμοκρασία του σώματός μου, σχεδόν με μύρισε. Κατάλαβε το βρόμικο κόλπο μου, αλλά δε φάνηκε να ενοχλείται. Με την άκρη του ματιού μου νιώθω ότι προσπαθεί να με κοιτάξει. Το ποτό της έρχεται. Θα χωθώ.

-Δεν πιστεύω να πήρες κι εσύ το αγγούρι!

-Ορίστε;

-Εεμ λέω, εγώ πήρα αυτό το διάολο, κοπελιά και παραλίγο να μου βγουν οι αιμορροΐδες απ’ τον αφαλό. Να προσέχεις γιατί καίει.

Ατακάρα πάλι. Μα ποιος είμαι, ο Τραβόλτα; Με κοιτάζει και χαμηλώνει τα μάτια. Παίρνει το πιο πονηρό υφάκι της και μου λέει:

-Αλήθεια; Μ’ αρέσουν τα καυτερά. Και τότε αρπάζει και το υγρό ηφαίστειό της και τι λέτε να κάνει; Φεύγει. Αν είναι δυνατόν να συμβαίνει σε μένα αυτό! Μάλλον η κοπέλα έχει κόμπλεξ κατωτερότητας, δεν εξηγείται.

Η νύχτα, όμως, δεν έχει τελειώσει κι αφού ξέγραψα την προηγούμενη, ρίχνω τα δίχτυα μου σε κοντούλα ξανθή με καρέ. Ούτε τα καρέ μ’ αρέσουν ούτε οι κοντούλες, αλλά τι να κάνω; Ο χρόνος κυλά και πρέπει να μπω στο παιχνίδι. Και μια χαρά είναι οι κοντούλες, πιο ευέλικτες! Την πιάνεις, τη σηκώνεις, χορεύετε και τη φορτώνεις στους ώμους! Ας γίνω κι εγώ πιο ευέλικτος, είπα μιας κι έχω πιει και το πρώτο Haig Cola κι όσο να ‘ναι βοηθά στο να γίνω πιο δημοκράτης.

Η ξανθούλα χορεύει αυτάρεσκα δίπλα μου με την παρέα της. Φαίνεται ευχάριστος τύπος και το ραντάρ μου έπιασε κάνα-δυο δήθεν αδιάφορες ματιές. Μικρή ανόητη, να ήξερες ποιον κοιτάζεις αυτήν τη στιγμή. Περιμένω λίγο ακόμα. Είναι στη φάση της. Αυτή τη φορά λέω θα παίξω επίθεση.

Και βρίσκω την ευκαιρία, την ώρα που οι αμυντικοί κοιμούνται.

-Γεια σου, τι κάνεις, σε κοιτάζω εδώ κι ώρα. Χορεύεις πολύ ωραία.

Τι είπα πάλι ο πούστης!

-Eccoti qui; Non capisco quello che dici.

-Ε; Τζιανλουίτζι Μπουφόν, Ιούλιος Καίσαρας και βίβερε περικολοζαμέντε!

Όρε, μάγκα μου, τι έχει γίνει. Χάθηκα στη μετάφραση. Κοίτα να δεις που θα χάσω και το ματσάκι με 1.20 απόδοση. Οι φίλες της γελάνε. Κάτσε να ψάξω στο Google translate, μπας και πετύχω καμιά εφαρμογή αυτόματης μετάφρασης στα ιταλικά. Γέλασαν και τα κανελόνια.

Δεν έχω τύχη. Γυρίζω στη βάση κι οι φίλοι με κοιτάζουν με απορία. Είναι ντεφορμέ ο αρχηγός. Καταστροφή. Εγώ που ήμουν το είδωλό τους, το πρότυπό τους, ο άνθρωπος που είχε πάρει τη σκυτάλη απ’ τον Καζανόβα, έφαγα δεύτερη απανωτή ήττα. Έστω κι αν ήταν από σπόντα. Δεν έχει σημασία. Αυτές εγώ τις στραβές τις μυρίζομαι από χιλιόμετρα, όμως η απραξία δε μου έκανε καλό. Κοπελιά, βάλε άλλο ένα Haig.

Έρχεται ξανά η γαλανομάτα μπαργούμαν με το ποτάκι μου ανά χείρας και με κοιτάζει κι αυτή απαξιωτικά. Μύρισε χυλόπιτα. Είδατε που σας τα έλεγα; Πίνω σχεδόν μονοκοπανιά το δεύτερο. Την ξανακοιτάζω μια. Δεν είναι κι άσχημη. Δε γαμιέται, λέω. Τι έχω να χάσω. Έτσι κι αλλιώς τα αρχικά μου σχέδια ναυάγησαν.

-Και για πες γαλανομάτα μάγισσα, τι ώρα σχολάς.

-Ό,τι ώρα τελειώσει το μαγαζί.

-Δηλαδή;

-Κατά τις 4-5.

-Ωραία, είσαι μετά για καμιά βόλτα σε κανένα άφτερ;

-Ναι, αμέ, αλλά όχι μαζί σου.

-Μπαρδόν;

-Θα ‘ρθει το αγόρι μου να με πάρει.

-Κι εμένα ο χάρος!

-Ε;

-Τίποτα, δεν πειράζει άλλη φορά.

Καλώς τα παιδιά. Καλώς τα 3-0!

Οι φίλοι μου σιγά-σιγά άρχισαν να αποχωρούν. Το μαγαζί κι αυτό χαμηλώνει τα φώτα κι ο Ντι Tζει παίζει τα άιντε να φεύγετε. Πίνω το τελευταίο μου Haig και δεν είμαι σε κατάσταση ούτε για να βρω τα κλειδιά του σκούτερ. Να σου καλέσω ένα ταξί, μου λέει ένας φίλος. Κάλεσε μου μια νεκροφόρα, του λέω. Ε; Όχι, μωρέ, εντάξει, θα πάω εδώ στην πιάτσα πιο κάτω. Σε ευχαριστώ.

Πάω στην πιάτσα και μπαίνω στον πρώτο ταρίφα.

-Καλημέρα, παλικάρι.

-Καλημέρα, ρε φίλε -χικ.

-Ωπ, σε βλέπω έτοιμο. Πέρασες καλά, ε;

-Δε θα το ‘λεγα, αλλά το ελέγχω.

-Ααα μας την έκανε το κορίτσι; Μήπως θες να πάμε κάπου αλλού να ρεφάρεις; Ξέρω ένα μπαράκι εδώ Συγγρού με κάτι αλαβάστρινα πρώτο πράμα. Τι λες;

Πω ρε φίλε, μας πήραν χαμπάρι κι οι κιτρινιάρηδες. Το σκέφτομαι. Κι αποφασίζω απλά να συμβιβαστώ με μια αξιοπρεπή ήττα.

-Μπα, ρε φίλε. Εγώ λέω να με πας Πειραιώς και Χαμοστέρνας. Χικ.

-Α, ναι, τι παίζει εκεί, τίποτα καλό;

-Όχι, ρε φιλέ.

-Και δηλαδή τι έχει;

-Έβερεστ. Για μίλκο και τυρόπιτα…

 

Συντάκτης: Παναγιώτης Λαμπρίδης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη