Σήμανε δώδεκα, ακριβώς κι ειδικώς μεσάνυχτα. Νούμερο που ορίζει το χρόνο μου. Απόψε φαίνεται θα το χρειαστώ. Ο ύπνος δε με θέλει συντροφιά του, κάτι άλλο σχεδιάζει για μένα. Έρμαιο στη θέλησή του, τον ακολουθώ. Αδειάζω στο ποτήρι μου ό,τι σκέτο ποτό βρίσκω. Κάθομαι στο μπαλκόνι και ξετρυπώνω ένα-δύο τσιγάρα κρυμμένα. Τα καλώ ανάμεσα στα χείλη μου, «πυροδοτώ» και φουμάρω. Στη διαπασών η σιωπή μου, η σιωπή του κόσμου όλου. Ο καπνός με μεθάει. Παύση, παύση του χρόνου. Σταμάτησε το ρολόι, κολλημένο το ρημάδι να δείχνει δώδεκα. Τότε βυθίζομαι.

Απόψε, σε θυμήθηκα ξανά μετά από πολύ καιρό. Πέρασε ένας χρόνος,  σαν αιώνας μοιάζει. Θυμάμαι αμυδρά το πρόσωπό σου. Τη φωνή σου, αντιθέτως, τη θυμάμαι αρκετά καλά. Τη θυμάμαι να μιλάει για όσα η καρδιά νιώθει και δεν έχει η ίδια φωνή να εκφράσει. Άλλωστε δε χρειάστηκε ποτέ. Φωνή και καρδιά είχαν ενωθεί προ πολλού. Αυτό το «σ’αγαπώ» της δεν το ξεχνώ. Σταθερό, δυνατό, τρυφερό κι ολόγιομο. Ακόμη και τώρα να το ακούσω, ίδιο θα είναι. Είμαι σίγουρη.

Υπάρχουν στιγμές που το χρειάζομαι περισσότερο απ’ ό,τι θέλω να παραδεχτώ. Και τι να παραδεχτώ; Δεν έχω στάλα κουράγιο, όχι να μην το χρειάζομαι, αλλά να υποκρίνομαι πως το κάνω. Απ’ την άλλη, είμαι καλά. Έμαθα να ζω μακριά σου. Αρχικά, ακατόρθωτο. Δε γνώριζα πώς μπορούσα να το κάνω. Το κατάφερα, όμως.

Ανακάλυψα πολλά χωρίς εσένα δίπλα μου. Η απώλεια σε ωθεί να βιώσεις πρωτόγνωρα πράγματα. Πέρασα δια πυρός και σιδήρου και βγήκα αρτιμελής. Άλλαξα. Είναι εμφανές. Άλλαξα προς το καλύτερο. Όπως το περίμενες. Πάντοτε πίστευες σε μένα, για όσα είμαι, για όσα μπορώ να καταφέρω. Βασικά, περισσότερο με βοήθησες να γνωρίσω τον εαυτό μου. Θέλω να πιστεύω πως είναι αμοιβαίο.

Βέβαια, πολλές φορές όσα νιώθουμε δεν έχουν σχέση με όσα μπορούμε να ζήσουμε. Θυμάμαι, με εμάς έτσι ήταν απ’ την αρχή κι έτσι εξακολουθεί να είναι. Χώρισαν οι δρόμοι, έναν χρόνο πριν. Απόψε, το θυμήθηκα. Δε με θλίβει διόλου. Ξέρω και νιώθω πως έπρεπε να γίνει όπως έγινε. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Πολλοί μικροί για να δαμάσουμε κάτι τόσο μεγάλο. Θηρίο ο έρωτας, χίμαιρα η αγάπη κι εμείς στη μέση να παλεύουμε.

Με τυφλώνουν οι αναμνήσεις. Βόλτες, ατελείωτα ξενύχτια σε ένα μπαλκόνι, ώρες ξαπλωμένοι σε ένα μονό κρεβάτι. Κλειστά παντζούρια, κλειστές πόρτες, κανείς δεν έκανε να φύγει. Προσηλωμένοι στον έρωτα, τον κάναμε πράξη. Δε χορταίνεται η ηδονή. Φτάνοντας στην κορυφή, αρνείσαι να κατέβεις.

Θυμάμαι κάθε γέλιο ξεχωριστά, κάθε αγκαλιά. Αγκαλιές απ’ τις πιο ζωντανές που μου έχουν κάνει. Σε θυμάμαι, επίσης, να κοιμάσαι κι εγώ να σε χαζεύω. Θέλω να σε αγγίξω μα φοβάμαι μήπως ξυπνήσεις και χαλάσω τη στιγμή. Αναπνέεις γλυκά κι η μυρωδιά αναδύεται απ’ το το κορμί σου. Πώς να ορίσω το άβατό σου; Αρνούμαι να το κάνω. Δε θέλω να χαλάσω την ομορφιά σου. Θέλω να μείνει ανέγγιχτη, οπως της αρμόζει.

Τελειώνει το τσιγάρο και σε νιώθω δίπλα μου. Μάλλον έχω παραισθήσεις, ίσως να φταίει το ποτό. Αντικρίζω το φεγγάρι κι εύχομαι να κάνεις κι εσύ το ίδιο, μόνο τότε μπορώ να δω τα μάτια σου για μια τελευταία φορά.

Ξαφνικά, τέλος η παύση. Ο χρόνος ξεκινά να κυλά όπως πριν. Δε θέλω όλα αυτά να φανούν δακρύβρεχτα. Έχουν μια δόση ρεαλισμού κι ειλικρίνειας. Τα συναισθήματά μας, καμιά φορά, η ζωή τα μετατρέπει σε εικονικές σκιές. Δεν εξαφανίζονται παρ’ όλα αυτά. Τα προσπερνάει και προχωράει παρακάτω. Μέχρι την επόμενη στάση, μέχρι το επόμενο συναίσθημα και ξανά απ’ την αρχή. Δε ρωτάει, δεν απαντάει, ούτε αλλάζει πορεία.

Φτάνει που είμαστε καλά και ας το αφήσουμε στο σύμπαν. Ίσως μας γνωρίσει ξανά, απ’το μηδέν, παρθενική συνάντηση. Μόνο έτσι θα άξιζε.

Καληνύχτα, ο ύπνος ήρθε τελικά. Όχι στην ώρα του, αλλά ήρθε. Όσα ζήσαμε να γραφτούν εκεί ψηλά. Σε περίπτωση που κάποιος θελήσει να τα ακολουθήσει, ας υπάρχουν. Εγώ τελειώνω εδώ. Είναι ώρα.

Δώδεκα και τριάντα πέντε. Κλείνουν τα μάτια με καθαρή ψυχή. Ο επίλογος γράφτηκε απόψε, απόψε γιατί σε θυμήθηκα μετά από καιρό.

 

Συντάκτης: Λένα Δεληγιαννίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη