Η πιο δύσκολη ερώτηση που μπορεί κάποιος να μου κάνει, είναι για την καταγωγή μου. 

Το φόντο της παιδικής μου ηλικίας είναι γεμάτο από βαλίτσες, κούτες, διαφορετικά σπίτια και καινούργιους ανθρώπους, καθώς λόγω του επαγγέλματος του πατέρα μου μετακομίζαμε διαρκώς.

Η λέξη μετάθεση ηχούσε στα αυτιά μου σαν τέρας με χέρια που με άρπαζαν για να με ξεριζώσουν από έναν τόπο και να με εγκαταστήσουν σε έναν καινούργιο.

Τελευταία και φρεσκότερη στη μνήμη μου η μετάθεση στη Ρόδο.

Θυμάμαι ακόμη τη σκηνή που μας το ξεφούρνισε ο πατέρας μου, όχι σαν επιλογή αλλά σαν ένα τετελεσμένο γεγονός που έπρεπε να συμβιβαστούμε με την ιδέα του.
Το χειρότερο ήταν ότι επρόκειτο για νησί, πράγμα που σήμαινε ότι εύκολη πρόσβαση στα πάτρια εδάφη δεν θα υπήρχε.

Μάταια οι γονείς μου προσπαθούσαν να το περιγράψουν σαν ένα τέλειο μέρος με υπέροχους ανθρώπους που θα μας αγκάλιαζαν.

Δεν ήθελα ούτε καν να ακούσω την ιδέα του να φύγω.
Ξεσπούσα σε δράματα πίσω από κλειστές πόρτες, αρνιόμουν να μαζέψω τα πράγματά μου σε κούτες για άλλη μία φορά, να αποχαιρετήσω φίλους και δικούς μου ανθρώπους, να κάνω μία νέα αρχή.
Με το που πάτησα το πόδι μου στο νησί τα πράγματα χειροτέρεψαν, αφού πλέον η πραγματικότητα στεκόταν εκεί μπροστά μου κι εγώ δεν ήθελα να τη δω.
Τα βράδια έβγαινα στο μπαλκόνι που έβλεπε θάλασσα και σχεδίαζα με το μυαλό μου το δρόμο της επιστροφής.
Στο δωμάτιο μου κρεμασμένος ένας χάρτης, πάνω στον οποίο είχα ζωγραφίσει τη διαδρομή της επιστροφής.
Όλη αυτή η άρνηση έδωσε τη θέση της σε μεγάλη αγάπη για αυτόν τον καινούργιο τόπο, όχι ως δια μαγείας, αλλά μετά μουσικής.
Ξεκινώντας μαθήματα πιάνου και παίρνοντας μέρος σε παραστάσεις με συμμετοχές παιδιών από πολλά μέρη της γης  άρχισα να βλέπω τη Ρόδο με άλλα μάτια.
Τα ίδια μάτια που βούρκωσαν τρία χρόνια μετά, όταν είχε έρθει η ώρα να φύγουμε.

Πολύ αργότερα συνειδητοποίησα, πως η άρνηση προερχόταν από τη γνώση, ότι κάποιο καιρό μετά θα αναγκαστούμε να ξαναφύγουμε.

Έβρισκα ανούσιο το γεγονός να προσπαθήσω να εγκλιματιστώ, να δεθώ με ανθρώπους και καταστάσεις που ήξερα ότι κάποια στιγμή, θα άφηνα πίσω μου υποχρεωτικά.

Δεν ήξερα ακόμα πως αυτό το δέσιμο έρχεται είτε το θέλεις είτε όχι μέσα από την καθημερινή τριβή και τη συνήθεια.
Κάπως έτσι σταμάτησα να πολεμώ τη συνήθεια και είδα τα θετικά στο τι κέρδισα από όλες αυτές τις μετακομίσεις.
Έμαθα να μη με νοιάζει το αύριο του χωρισμού, αλλά το τώρα της ζωής που ζω, όπου κι αν είναι αυτή.
Να μπορώ να προσαρμόζομαι σε καινούργιες καταστάσεις και να μη φοβάμαι τα νέα ξεκινήματα.
Σε μία τάξη πολυπολιτισμική με παιδιά από διαφορετικές χώρες επιτέλους έπαψε να με νοιάζει το να δηλώσω ότι έρχομαι από κάπου ή ότι ανήκω κάπου.
Τα γεωγραφικά σύνορα ήταν μία ακόμη ανθρώπινη επινόηση για να διαχωρίζονται οι άνθρωποι, ενώ εγώ είχα αρχίσει να νιώθω πολίτης του κόσμου, ελεύθερη να ταξιδέψει και να εξερευνήσει κουλτούρες και ιστορίες.
Πάνω απ’ όλα έμαθα να εμπιστεύομαι ανθρώπους που σε αγκαλιάζουν και σε καλωσορίζουν, παρά το ότι δεν σε ξέρουν.
Με κάποιους από αυτούς μιλάμε ακόμα. Έτσι επιβεβαιώνω στον εαυτό μου όλα όσα έζησα.
Ίσως λίγο παραπάνω από όλους αυτούς ομολογώ ότι αγάπησα τους νησιώτες με την τραγουδιστή τους προφορά, που ανεπιτυχώς προσπαθούσα να μιμηθώ.
Τέλος έπαψα να συνδυάζω ανθρώπους με μέρη, καθώς οι άνθρωποι πάντα φεύγουν.,
Πιστεύω όμως ότι πάντα αφήνουμε ένα μικρό κομμάτι του εαυτού μας να σεργιανίζει ανέμελα σε όλα τα μέρη, όπου κάναμε το πέρασμα μας.
Γι’αυτό και πλέον δε λέω «αντίο»​ Μόνο «εις το επανειδείν». 
 

Συντάκτης: Νικολέτα Σάρρου