– Θέλεις;

– Θέλω!

Τόσο απλά θα έπρεπε να είναι τα πράγματα στις σχέσεις. Απλά, όμορφα, ξεκάθαρα. Να μη βρίσκει τον παραμικρό χώρο να φυτρώσει η αμφιβολία. Να μην υπάρχει το «θέλω υπο προϋποθέσεις», ούτε το «δεν θέλει τώρα, αλλά ίσως και να θελήσει κάποια στιγμή».

Τότε είναι που θα γλιτώναμε από μύρια ανούσια δράματα, άσκοπα ξενύχτια, χαμένη φαιά ουσία στη σκέψη του άλλου, αϋπνίες.

Έλα όμως που ο άνθρωπος δεν είναι απλός, που ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό δεν μπορεί να εμπιστευτεί κάποιες φορές. Πόσο μάλλον να τον αφήσει έτσι εκτεθειμένο και ανυπεράσπιστο στα χέρια, ορέξεις, βουλήσεις του άλλου.

Αν σε αυτή τη σύνθετη ανθρώπινη οντότητα, προσθέσεις και τον εγωισμό έτοιμες οι παρεξηγήσεις, οι μισές ιστορίες, τα απωθημένα.

Μιλώντας για απωθημένα μη βιαστείς να σκεφτείς το Μάκη που πήγες στα καλά καθούμενα και ερωτεύτηκες, σύρθηκες, έκλαψες, διότι ο ίδιος ουδεμία υποψία είχε για τα φλογερά σου αισθήματα, αλλά και όταν την απέκτησε πάλι δεν ενδιαφέρονταν να παίξει στο εργάκι. Εργάκι, ακριβώς αυτό. Μόνη το έστησες στο μυαλό σου, μόνη το παρακολούθησες.

Με γεια σου, με χαρά σου.

Αλλά το να προσπαθείς να σε δικαιολογήσεις κι από πάνω ντύνοντας το εργάκι σου με μεγαλειώδεις ατάκες παρατραβάει το αστείο.

«Οι μεγαλύτεροι έρωτες δεν ξύπνησαν ποτέ στο ίδιο κρεβάτι», θα σπεύσεις να πεις παίρνοντας ύφος τραγικού που ετοιμάζεται να παίξει στην Επίδαυρο.

Δεν ξύπνησαν γιατί δε θέλησαν να μοιραστούν όνειρα και αγκαλιές.

Η απορία μου είναι πώς μπορείς να πιστέψεις σε κάτι τέτοιο και μάλιστα να το αποδεχτείς.

Πες με κτητική και παθιασμένη, αλλά αν είναι τον έρωτα μου να μην τον έχω στο κρεβάτι μου, δεν πάει και να κοιμάται στα παγκάκια της πλατείας; Το ίδιο μου κάνει.

Υπάρχει όμως και ένα σενάριο χειρότερο. Αυτό που το πρώτο φως της μέρας, σας υποδέχτηκε στο ίδιο στρώμα και μετά ακολούθησε το «δε σε είδα, δε σε ξέρω».

Ναι, αυτά είναι τα χειρότερα απωθημένα. Αυτά από τα οποία ποθούσες να πάρεις μία μικρή γεύση και όταν την πήρες θα ήθελες να την φτύσεις το ίδιο λεπτό.

Αυτά που σου ξυπνάνε αναμνήσεις την εικόνα σου σαν παιδί, να προσπαθείς να φτάσεις το βάζο με το γλυκό από το ψηλό ντουλάπι της κουζίνας, για μία έστω μπουκιά στα κλεφτά.

Εδώ το ζήτημα δεν είναι καθαρά εγκεφαλικό, όπως στους πλατωνικούς έρωτες. Αλλά και να ήταν ο εγκέφαλος δεν είναι ηλεκτρονικός υπολογιστής να τον κλείσεις, να κάνεις επανεκκίνηση και όλα μέλι γάλα.

Το ζήτημα είναι από νωρίς στη ζωή να ξεκαθαρίσεις τα πράγματα με τον εαυτό σου, προτού βρεθείς μπλεγμένος να ζητάς εξηγήσεις από τους άλλους. Θα ζεις για την εμπειρία της στιγμής ή για την ασφάλεια σου;

Το δεύτερο ακούγεται δελεαστικό. Τί καλύτερο από μία ζωή με μηδενικά ρίσκα και κινδύνους;

Δε ρισκάρεις, δε χάνεις. Κοινώς ζεις περιτριγυρισμένος από μία γυάλα που σε προστατεύει.

Μάθε όμως πως το γυαλί είναι εύθραυστο υλικό, σπάει με εκκωφαντικό κρότο και αν πατήσεις τα σπασμένα χειρότερα πονάς.

Θέλει τσαγανό και κάμποση γοητεία να αποφασίσεις να συλλέξεις στιγμές. Θέλει όμως και κουβέντες ξεκάθαρες, χωρίς φόβο και πάθος.

Και εκεί βρίσκεται η ρίζα του κακού.

Γιατί αρέσκονται οι άνθρωποι να αφήνουν υπονοούμενα, να παίζουν κρυφτό με λέξεις κλειδιά.

Τις περισσότερες φορές λίγο έως πολύ ξέρουν τι θέλουν ή έστω τί δε θέλουν, αλλά στο σημείο της έκφρασης τα χάνουν.

Υπάρχουν λέξεις που ξεχύνονται στο μυαλό μα δεν τις βάζουν σε σειρά να κάνουν προτάσεις, να βγει το νόημα. Αντιθέτως τις καταχωνιάζουν στο πίσω μέρος του μυαλού, για ένα όποτε, για μία κατάλληλη στιγμή που δε λέει να έρθει.

Χίλιες φορές επιείκεια και διαφυλαγμένος εγωισμός, παρά απόρριψη ξεκάθαρη, δύσπεπτη και μισητή.

Απόρριψη που όχι μόνο δεν ανέχονται να τους τη σερβίρουν, μα ούτε και οι ίδιοι ξεκαθαρίζουν στον άλλο. Και μετά είναι που απορούν κιόλας ορισμένοι πώς βρέθηκαν μπλεγμένοι με απωθημένα και ημιτελείς ιστορίες.

-Θέλεις;

Αυτή θα έπρεπε να ήταν η μόνη ειλικρινής απορία. Ξεκάθαρα.

Συντάκτης: Νικολέτα Σάρρου