Όσες  φορές κι αν επαναληφθεί, δεν ξέρω αν ποτέ συνηθίζεται αυτή η μετάβαση από το πατρικό σου σπίτι, που είχες έρθει για ολιγοήμερες διακοπές, στο δικό σου σπίτι.

Διφορούμενα συναισθήματα σε κατακλύζουν. Από τη μία, η λύπη του αποχωρισμού κι από την άλλη, η ακατανίκητη επιθυμία να βρεθείς στα δικά σου τα λημέρια.

Ξεκλειδώνεις την πόρτα με ανυπομονησία και ξαφνικά φυσάει άλλος αέρας.

Ο δικός σου αέρας, η ολόδική σου αύρα σε πλημμυρίζει. Πετάς ρούχα δεξιά κι αριστερά σε καρέκλες που χρησιμεύουν σα ντουλάπες, ανοίγεις υπολογιστή, στρίβεις τσιγάρο και νιώθεις ότι ξαφνικά μεγάλωσες.

Λίγο αργότερα, το αίσθημα της πείνας σου δυσκολεύει τη ζωή, ανακατεύεις την κουζίνα κι αυτοσχεδιάζεις με ο,τι διαθέσιμο υλικό υπάρχει. Μπορεί το αποτέλεσμα να μην αγγίζει στο ελάχιστο τη μαγειρική της μαμάς σου, αλλά είναι βγαλμένο απ’ τα χεράκια σου. Άσε που βαριέσαι να κουβαλάς κάθε φορά ταπεράκια που χρειάζονται πλύσιμο και καταλήγουν στα σκουπίδια.

Με την καθαριότητα βέβαια, δεν έχετε και τις καλύτερες σχέσεις. Κοίτα λίγο τ’ άπλυτα πιάτα στην κουζίνα και θα καταλάβεις τι εννοώ. Είναι κι αυτό που δεν αντέχεις τα πάσης φύσεως έντομα. Συνεπώς, δε νομίζω να θες να συγκατοικήσεις με την τερέζα (ναι την κατσαρίδα εννοώ, καλά κατάλαβες), οπότε επιστρατεύεις υπομονή, σκούπες, χλωρίνες, κι αφήνεις τις γωνίες για την πεθερά.

Βγαίνεις στο μπαλκόνι με καφέ και βιβλίο και το διάβασμα πλέον σου φαίνεται λίγο πιο ευχάριστο.

Αυτό είναι το σπίτι σου, το καταφύγιο των ονείρων, των γέλιων σου, ενίοτε και των δακρύων σου. Είναι εκεί που νιώθεις για πρώτη φορά το θαυμαστό πρωτόγονο ένστικτο της επιβίωσης και της αυτοσυντήρησης. Εκεί που έρχεσαι αντιμέτωπος με τον εαυτό σου, έναν εαυτό που καλείσαι να φροντίσεις.

Υπάρχουν φορές που δεν αντέχεις την κλεισούρα στους τέσσερις τοίχους του και τότε βάζεις μουσική στη διαπασών, χορεύεις μόνος με αυτοσχέδια μικρόφωνα, αδιαφορείς για τη φάλτσα φωνή σου που ταράζει την ηρεμία των γειτόνων.

Υπάρχουν κι άλλες φορές που η ευτυχία σου δεν αντέχει να συμβιβαστεί με τη στενότητα του χώρου. Ανοίγεις τότε παράθυρα τέρμα και χοροπηδάς στο κρεβάτι με κομμένη ανάσα, μέχρι αυτό να σπάσει ή εσύ να κουραστείς.

Είναι βέβαια και οι στιγμές που οι απογοητεύσεις σου θα σε ρίξουν σε πατώματα, θα πάρουν τα τηλέφωνα και τα «μου λείπεις» φωτιά. Εκεί είναι που αντιλαμβάνεσαι επιτέλους το τίμημα του να «ζω μόνος» κι αυτό το «μόνος» να μη σου είναι αφόρητα δύσκολο, αλλά να το παλεύεις. Αναμετριέσαι με φοβίες και άγχη, μαζεύεις όση εσωτερική δύναμη διαθέτεις και πλέον σε βλέπεις λίγο πιο μεγάλο και σημαντικό που το πέρασες κι αυτό.

Γιατί κακά τα ψέματα, άνθρωπος που δεν έχει απογαλακτιστεί, δεν έχει ξεφύγει από την προστασία και την ασφάλεια που προσφέρει η οικογένεια, δεν μπορεί να πει με σιγουριά ότι ξέρει τον εαυτό του, τα θέλω του, τα όριά του.

Οι γονείς σε αυτό έχουν πρωτεύοντα ρόλο, καθώς θα έπρεπε κάποια στιγμή να κατανοήσουν ότι τα παιδιά δεν τα απέκτησαν για να τα έχουν εφ’ όρου ζωής προσκολλημένα σε αυτούς. Καλούνται να τους δώσουν γερές βάσεις, ώστε πάντα να θυμούνται από πού ξεκίνησαν, αλλά και φτερά, για να μπορούν οποιαδήποτε στιγμή νιώσουν έτοιμα, να φύγουν από κοντά τους. Το σύστημα αυτό, ακολουθείται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και με κρατική ενίσχυση.

Καθώς όμως η δίψα του ανθρώπου για κοινωνικοποίηση είναι ακόρεστη, καταλήγεις, μένοντας μόνος, να χτίζεις πιο ισχυρούς δεσμούς με μία δεύτερη οικογένεια, τους φίλους που με δικά σου κριτήρια έχεις επιλέξει.

Θα τους φωνάξεις σπίτι για κρασί και συμπάθεια στο μπαλκόνι που έχει απίστευτη θέα, ην μπουγάδα της κυρά- Μαρίας, και σ’ αυτό το σκηνικό οι συζητήσεις σας θα γράψουν ιστορία.

Κάπου εκεί, ανοίγοντας δεύτερο μπουκάλι, με πόδια κρεμασμένα από τα κάγκελα, νιώθεις ότι το μέλλον και η ζωή, σου ανήκουν.

Μόνος ή με παρέα.

 

Συντάκτης: Νικολέτα Σάρρου