Το σπίτι άδειο. Οι γονείς λείπουν σε ταξίδι, τα αδέρφια στα δωμάτιά τους, παντού ησυχία. Είναι μία από εκείνες τις νύχτες, λοιπόν, η αποψινή. Μία απ’ τις νύχτες που η αφωνία είναι τόσο διαπεραστική, ώστε από μόνη της πυροδοτεί τις σκέψεις.

Μπροστά στα μάτια μου παίζουν ξανά σκηνές της μέρας -και κάθε μέρας που πέρασε αυτή την εβδομάδα. Σκηνές επιτυχίας, σκηνές αποτυχίας κι άλλες αδιάφορες. Δε δίνω όμως και πολλή σημασία, συνεχίζω να ασχολούμαι παράλληλα με το κινητό μου, χαζεύοντας χωρίς νόημα τις αναρτήσεις.

Ώσπου μια εικόνα έρχεται, διαφορετική απ’ τις άλλες, μια εικόνα που φέρει μαζί της κι ένα συναίσθημα. Ρίγος, ηλεκτρισμός μικρής έντασης να με διαπερνάει. Είδα τα μάτια σου. Κι εξακολουθώ να βλέπω τα μάτια σου να με αντικρίζουν, διότι η ένταση της στιγμής αυτής μου έδιωξε το κινητό απ’ τα χέρια.

Πρόκειται για μια ανάμνηση, την έχουμε ζήσει αυτή τη στιγμή. Είμαι στο μαγαζί, είσαι απέναντί μου, μας συνοδεύει καλή παρέα και ποτό. Χορεύουμε λίγο, εσύ δηλαδή γιατί εγώ δεν το έχω και πάρα πολύ με το χορό. Ο φωτισμός λόγω της ώρας είναι τέτοιος που να μην επιτρέπει, φυσικά, να διακρίνεις λεπτομέρειες πάνω στο πρόσωπο του άλλου, παρά μόνο σε εκείνες τις στιγμές που το φως –σε ροζ απόχρωση απ’ τον προβολέα– πέσει πάνω του.

Κάπως έτσι έγινε κι εδώ, το απόκοσμο φως έπεσε πάνω στα μάτια σου. Κι ήταν ακριβώς η ώρα που τα μάτια σου συναντήσανε τα δικά μου. Τα ‘χασα. Γνωριζόμασταν ήδη αρκετές μέρες, ωστόσο είχα μείνει με την εντύπωση ότι φοράς αμιγώς καστανά μάτια, μάλλον ποτέ μέχρι τότε δε σε είχα κοιτάξει αρκετά. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχα επιχειρήσει να συναντήσω το βλέμμα σου με επίμονο τρόπο, από φόβο να μην καταλάβεις ότι σε περιεργάζομαι.

Εδώ, όμως, ήρθε από μόνο του. Με κοίταξες στα μάτια κι είδα μια ψυχή πίσω από αυτά. Με γοήτευσε πρώτα η διττότητα της απόχρωσης, τα μάτια σου είναι καστανά κι ένα στέμμα αγκαλιάζει την κόρη. Εικάζω πως είναι πράσινο, δεν μπορώ να διακρίνω χρώμα, το φως κατέδειξε απλώς την ύπαρξη ενισχύοντας τη διαφορά.

Έχεις πανέμορφα μάτια. Με τραβάνε σαν μαγνήτης να σε κοιτάω κι ακόμα περισσότερο με τραβάει το βλέμμα και με γοητεύει το χαμόγελο που τα συνοδεύει. Είναι σαν να σε βλέπω για πρώτη φορά.

Η ανάμνηση ξεθωριάζει, μα το αίσθημα παραμένει. Κι αυτή είναι μια εικόνα που με επισκέπτεται συχνά μέσα σ’ αυτές τις μέρες που δε σε βλέπω. Δε σου έχω μιλήσει, νομίζω, για τα μάτια σου. Ούτε όμως και για το συναίσθημα που μου προκάλεσαν. Το ίδιο ακριβώς συναίσθημα που με κατακλύζει τώρα που αναβιώνω τη στιγμή κι αναπολώ εσένα.

Πώς θα μπορούσα, άλλωστε; Από εκείνη τη νύχτα έχω να σε δω. Η καθημερινότητα έχει επιτρέψει το χρόνο για τηλεφωνική συνομιλία, όμως όχι και το χώρο για συνάντηση από κοντά. Αλλά ακόμα κι έτσι να ήταν, ακόμα και να σε έβλεπα από κοντά, από πού να ξεκινήσω; Γιατί να το μοιραστώ;

Το πιο πιθανό είναι ότι θα με θεωρήσεις τρελή. Δεν μπορώ να εξηγήσω ακριβώς τι συνέβη, όμως, όταν είδα μέσα στα μάτια σου ένιωσα για πρώτη φορά να σε ξέρω, να καταλαβαίνω τι άνθρωπος είσαι. Άφησα στην άκρη τις κουβέντες και τις συζητήσεις μας, στην άκρη την εντύπωση που είχα αποκομίσει μέχρι τώρα. Μίλησε το ένστικτο, κι ήξερα.

Όμως, τι λέω! Δεν μπορεί έτσι απλά να πήρα μια γεύση ενός ανθρώπου, σωστά; Δεν μπορεί να μην έχω περάσει καθόλου ποιοτικό χρόνο μαζί σου κι ως δια μαγείας να έχω μια πολύ καλή προσέγγιση για το τι κουβαλάς στην ψυχή σου. Δεν μπορεί∙ σωστά;

Συντάκτης: Αγγελική Σαρταμπάκου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη