Επιστροφές-καταστροφές κι απόψε θα μας κρατήσουν συντροφιά μέσα απ’ την ιστορία της Μαρίας. Έντεκα χρόνια πριν. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι ξεκινούν αναπάντεχα μια περιπέτεια της οποίας τη συνέχεια δεν είχαν φανταστεί.

Καλοκαίρι του 2005, λοιπόν, γνωρίζονται μέσα από έναν κοινό παιδικό φίλο της Μαρίας. Μια βόλτα, ένα βράδυ, στάθηκε η αρχή τους και βρέθηκαν αγκαλιασμένοι σε μια γέφυρα ν’ ανοίγουν καρδιές. Η Μαρία του μίλησε για έναν έρωτα που την είχε σημαδέψει. Δεν ήθελε να ξαναβιώσει κάτι παρόμοιο, δεν ήθελε του είπε, να ξανανιώσει τόσο πόνο. Μα εκείνος την έκανε να τα ξεχάσει όλα κι αφέθηκε τελικά στα φιλιά του, όταν δεν ήξερε κανείς από τους δυο τι τους επιφύλασσε το μέλλον. Ποιος το ξέρει άλλωστε;

Λίγο αργότερα οι καταστάσεις κατάφεραν να μπούνε ανάμεσά τους. Πανεπιστήμιο, απόσταση, ίσως και πράγματα που δε γνωρίζουμε και δε θα μάθουμε ποτέ, τον έκαναν να θέλει να βάλει ένα τέλος. Ένα τέλος που η Μαρία δεν επέλεξε ποτέ, μα όσες προσπάθειες κι αν έκανε, μήπως καταφέρει να του αλλάξει γνώμη, έπεσαν στο κενό.

Με βαριά καρδιά και μετά από πολλά μεθυσμένα βράδια, πήρε απόφαση κάποια στιγμή να τον αφήσει πίσω. Και πραγματικά πίστεψε κάποτε πως μάλλον τα είχε καταφέρει. Έβγαινε τα βράδια με φίλους, παρακολουθούσε κανονικά τα μαθήματα στη σχολή, πήρε πτυχίο, βρήκε δουλειά και με λίγα λόγια όλα έμοιαζαν να κυλούν όπως θα έπρεπε. Φυσιολογικά.

Βρήκε μάλιστα κι έναν άνθρωπο να την αγαπάει. Έναν άνθρωπο όχι τέλειο, μα ούτε εκείνος ήταν τέλειος, κανείς δεν είναι. Όμως αυτός ο άνθρωπος δεν έκανε πίσω στις δυσκολίες. Έμενε εκεί και το πάλευε σε αντίθεση με τον παλιό έρωτά της.

Πριν λίγα χρόνια όμως τα περασμένα ξαναχτύπησαν την πόρτα της. Της ζήτησε να βρεθούνε κι εκείνη χάρηκε πιστεύοντας πως ο τροχός γύρισε κι έφερε μαζί του κι αυτόν. Εξαιτίας του κατέληξε να κάνει όλα όσα κορόιδευε μιας και ξεκίνησαν να βρίσκονται κρυφά κι αυτό συνεχίστηκε για κάμποσο. Ώσπου να αποφασίσει η ίδια πια, να πει το τέλος. Όχι επειδή το ήθελε. Αλλά επειδή έπρεπε. Δεν ήταν ακόμη παντρεμένη, όμως ο γάμος της ήταν μόνο θέμα χρόνου. Και πού θα κατέληγε όλο αυτό;

Το τελευταίο βράδυ τους αυτός δεν της ζήτησε να μείνει. Την άφησε να φύγει για δεύτερη φορά απ’ τη ζωή του κι η Μαρία συνειδητοποιώντας πόσο πολύ τον αγαπούσε έκλαψε περισσότερο κι απ’ τον πρώτο τους χωρισμό. Πίστεψε πια ότι το τέλος ήταν πέρα για πέρα οριστικό. Έλα όμως που η ζωή παίζει μυστήρια παιχνίδια. Η ζωή, όντως; Ή μήπως εμείς οι ίδιοι τελικά;

Ενάμιση χρόνο πια παντρεμένη, ώσπου ξαφνικά ένα μήνυμα δικό του σε κάποιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης ήρθε για να φέρει ξανά τα πάνω-κάτω. Όχι, δεν της έστειλε στο facebook. Εκεί, βλέπεις, όλα φώναζαν πως έχει παντρευτεί. Το επίθετο που προστέθηκε, η φωτογραφία του γάμου της.

Δεν έλεγε, λοιπόν, υπό αυτές τις συνθήκες να στείλει αίτημα φιλίας εκεί. Της το παραδέχτηκε ο ίδιος. Πράγμα που σημαίνει πως τόσο καιρό έμπαινε στο προφίλ της για να κρατάει μαζί της κάποια «επαφή». Γιατί όμως; Γιατί; Δεν κατάφερε καν να τον ρωτήσει.

Και γιατί στην τελική έστειλε πάλι όλα εκείνα τα μηνύματα; Μόνο και μόνο για να δει αν είναι αυτή καλά; Όχι. Ήξερε πως στέλνοντάς της πάλι, θα την αναστάτωνε. Θα της θύμιζε όλα όσα προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να κρύψει απ’ τον ίδιο της τον εαυτό.

Της είπε πως την αγαπούσε ακόμη. Ότι ακόμη νοιαζόταν γι’ αυτήν. Πως τη σκεφτόταν. Δεν της είπε όμως τι ήθελε επιτέλους απ’ τη ζωή της. Τι θα της ζητούσε να κάνει. Τι να έκανε; Δεν τη ρώτησε καν αν όλα αυτά ήθελε πια να τα μάθει, όταν μάλιστα δεν της έδινε καμία προοπτική.

Έντεκα ολόκληρα χρόνια χρειάστηκαν για να της πει ανοιχτά όλα όσα ένιωθε για εκείνη. Για να της πει ότι ποτέ ως τώρα δεν είχε καταφέρει να στεριώσει σε σχέση, γιατί πολύ απλά όλα τα σύγκρινε μαζί της και πάντα κάτι του έλειπε. Ήταν πάντα εγωιστής.

Κι ακόμη κι αυτό του πήρε τόσα χρόνια για να τ’ ομολογήσει ο ίδιος. Να ομολογήσει έναν εγωισμό που του στοίχησε τελικά ό,τι περισσότερο πόθησε. Μόνο που μαζί με τον εαυτό του πήρε στο λαιμό του κι εκείνη.

«Γιατί ρε γαμώτο δεν ερχόσουν πιο νωρίς;» θα του φώναζε τώρα. Γιατί έπρεπε να περάσει τόσα βράδια με τόσο αλκοόλ, τόσα τσιγάρα, τόσο κλάμα κι ένα τηλέφωνο παρέα που δεν έβγαζε ποτέ στον παραλήπτη; Είναι τραγελαφικό πώς τόσα χρόνια μετά βρήκε το θάρρος έτσι απλά να τα βγάλει όλα από μέσα του λες κι εκείνης της είναι αδιάφορα, λες και δε νιώθει. Μα δεν έχει ξεχάσει κι αυτό πονάει.

Το ήξερε πως όταν εκείνος περνούσε απ’ το στέκι τους θυμόταν. Δεν μπορεί να μη θυμόταν. Δεν μπορεί να μη θυμόταν τα γέλια που κάνανε κάτω από ‘κείνη τη γέφυρα στην άκρη της πόλης. Εκεί όπου μαζί με το σκοτάδι, όπως λέει, χανόταν κι αυτή στην αγκαλιά του.

Και τώρα, λοιπόν, ξανά μήνυμά του. «Περνώ απ’ τη γέφυρα, το νερό είναι κρύο, θέλω να με κρατήσεις ζεστό.»

Η Μαρία τελειώνει την ιστορία της σε λίγο. Κι εγώ θα κλείσω με τα δικά της λόγια, γιατί υπάρχουν ίσως πολλοί εκεί έξω που θα ταυτιστούν. Όπως και πολλοί που θα έπρεπε ν’ ανταποκριθούν σε παρόμοια λόγια πριν χαθεί οριστικά ακόμη μία ευκαιρία μέσα απ’ τα χέρια τους.

«Ένα έλα χρειάζεται να μου πεις και θα τα παρατήσω όλα. Πες το. Σ’ αγαπάω.» 

 

Επιμέλεια κειμένου Έλλης Πράντζου: Νάννου Αναστασία.

 

Αυτή ήταν η ιστορία της Μαρίας. Στείλε τη δική σου εδώ.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου