Αν υπάρχει ένα συγκεκριμένο είδος έρωτα που αγαπούν να χτυπούν οι μοίρες, τότε είναι αυτός ο αναρχικός. Βέβαια, τον ίδιο έρωτα αγαπά κι η μνήμη κι αναρωτιέσαι ποιοι άραγε να τα συνεννοήθηκαν έτσι και να φυλάς τώρα χρωστούμενες αγάπες.

Το άλλο πρόβλημα με αυτόν τον αναρχικό τον έρωτα είναι πως η αναρχία του τελειώνει γρηγορότερα και συνήθως πιο απότομα απ’ τους άλλους τους σχεδόν όμοιούς του. Θα μου πεις τώρα, τι είναι αναρχικός; Είναι να, αυτός ο γρήγορος, ο παράλογος, που μοιάζει με φωτιά μα φωτιά δεν είναι.

Η Πηνελόπη θα το ‘ξερε. Θα τα ‘ξερε όλα αυτά περί αναρχικών κι αντιστασιακών πόθων. Έζησε έναν τέτοιο. Ήταν ένα καλοκαίρι σαν κι αυτά που άλλοι έρωτες γεννιούνται κι άλλοι υπό άρνηση, θεριεύουν. Εκείνος ήτανε μικρός κι εκείνη λίγο πιο μικρή του.

Ένας καφές ήταν. Θα τέλειωνε γρήγορα ή ίσως και πάλι όχι. Εκείνος ήρθε. Μπλέχτηκε σ’ ένα τσούρμο κόσμο. Γνωστοί κι άγνωστοι, όλοι μαζί ένα κουβάρι κι η μόνη που βρέθηκε να ταιριάξουνε χημείες ήταν εκείνη. Τα πράγματα πήγαν όπως ορίζονται να πηγαίνουν πάντα.

Πρώτα ένας καφές, λίγες πλάκες, μερικά, διάσπαρτα πειράγματα και στο τέλος αναμονή και συνωστισμός πάνω απ’ τα τηλέφωνα, να δεις ποιος θα τολμήσει πρώτος. Ερωτεύονταν. Κανείς τους, βέβαια, δεν το ‘ξερε κι αυτό είναι ένα ακόμα χαρακτηριστικό του αναρχικού έρωτα.

Είναι ύπουλος, υπόγειος. Νομίζεις πως σχεδόν επίτηδες σου κρύβει πράγματα, σαν να νομίζει πως θα του τα μαρτυρήσεις. Τα πράγματα κυλούσαν όμορφα. Ήταν σχολιαρόπαιδα. Εκείνος νέος με φιλοδοξίες κι εκείνη πάντα από πίσω να τις σιγοντάρει.

Τα εφηβικά τα χρόνια τους περάσαν κι αυτή το επέλεξε να πάει παρακάτω. Όχι μόνη της μα μ’ αυτόν, γιατί τις αρχές δεν τις αφήνεις ποτέ στη μέση.

Το ‘χε πάρει απόφαση -αν όντως έτσι γίνεται- να είναι αυτός, ο ένας, ο δικός της. Οι αρχές, βέβαια, είναι δύσκολες και συχνά απρόβλεπτες, έτσι για να σου σπάσουν τον τσαμπουκά.

Η στάση του ήταν αλλιώτικη, αλλαγμένη κι αυτή τον ήξερε. Δεν μπορούσε να της κρυφτεί. Και να, λοιπόν, πώς σε χρόνο μηδαμινό κι ασύλληπτο, γίνεται η οικειότητα ψυχρότητα.

Εκείνος δεν περίμενε. Δεν του φάνηκε η αναμονή τόσο μεγάλη. Είχε τρέξει, καιρό τώρα, να καλύψει τις κενές τις νύχτες του με έρωτες άλλους, ξένους. Έτσι διαλύουν και διαλύονται οι άνθρωποι.

Προχώρησε κι αυτή. Ίσως καταναγκαστικά, κανείς δεν ξέρει. Τις υποχρεώνεσαι κάτι τέτοιες πράξεις. Προχώρησε αλλά το ήξερε· κάποια μέρα θα γυρνούσε. Κι αφού το είχε αποφασίσει να είναι αυτός ο ένας, το ‘χε κι εκείνος χρέος πια να γίνει.

Αν το πίστευε πολύ, ίσως και να έβγαινε. Όμως, ουσιαστικά, τίποτα δεν άλλαξε. Μια να ξεκινάνε και μια να σταματάνε πάλι. Αυτό ήταν. Ένας να το λήγει κι ένας άλλος να τ’ αρχίζει. Μεγάλωσαν. Άλλαξαν, αλλά το μεταξύ τους, όχι. Δηλαδή, αλλαγή το λες αυτό;

Έγινε δικός της. Θα ‘λεγε κανείς πως πήρε έστω κάτι απ’ αυτά που της χρωστούσε. Κι ήταν ωραία. Τον κρατούσε. Ήταν εκεί. Μετά πάλι σταμάτησαν, έτσι γιατί το είχανε συνήθειο. Κάθε χωρισμός τους, βέβαια, ακυρωνόταν σύντομα με μια βόλτα βραδινή στους δρόμους της Αθήνας.

Με κάποια μπίρα στο χέρι, θα κατέληγαν σε κάποια γωνιά της, να μιλάνε και να κοιτάζονται με την ίδια αρχική αμηχανία. Σαν να μην πέρασε ο χρόνος. Σαν μην κοιτάχτηκαν ποτέ. Κι αυτό ωραίο ήταν και θα μπορούσε να παραμείνει έτσι μα δε θα ‘ταν αναρχικός ο έρωτάς τους.

Και θα πεις, γιατί σώνει και ντε να είναι αναρχικός; Γιατί να μην είναι απλός ο έρωτας; Γιατί με τέτοιες εκρήξεις, μόνο αναρχικός μπορεί να είναι.

Φωνάζει πως θέλει να τελειώσει κι ύστερα πάει πάλι κρυφά και σμίγει. Ίσως, βέβαια, να ‘ναι όλοι οι έρωτες κατά έναν τρόπο αναρχικοί. Κι αν δεν εκρήγνυνται, έρωτες δεν είναι.

Ζήλευε. Τη ζήλευε κι από πάνω την έκρυβε. Την έκρυβε από φίλους, γνωστούς και συναδέλφους. Γιατί; Δεν του ‘ταν αρκετή; Βέβαια, εκείνη δεν την ένοιαζε. Στα μάτια της ήταν εκείνη η αχάριστη. Ήρθε καλοκαίρι κι ας τους βρήκε χωριστά.

Της τηλεφώνησε βράδυ, χαράματα και της έλεγε λόγια μεθυσμένα. «Μ’ αγαπάς;». Αυτό τη ρώτησε. «Ναι» θα μπορούσε να ‘ναι μόνο η απάντηση. Δεν το περίμενε να το θυμάται. Τον ρώτησε, μάλιστα, το επόμενο πρωί. Το θυμόταν. Κι αυτή, ήταν άλλη μια καλή αιτία για εκείνη να γίνει άλλα χίλια κομμάτια γι’ αυτόν.

Περάσαν λίγοι ακόμα μήνες κι επιτέλους την πήρε την απόφαση, πέρα απ’ τα κομμάτια της, να τον βρει, να του μιλήσει. Μόνο τα ξεκάθαρα θα μπορούσαν να τους σώσουν. Τόσα κομμάτια για κάτι μπερδεμένο, αξίζει; Δυο καλοί φίλοι είναι μόνο, που όποτε τα φέρνει ο καιρός, περνάνε αντί για καλά, καλύτερα. Αυτό της είπε.

Τσάμπα πήγαν τα κομμάτια της. Τον έχανε σταδιακά και το ‘ξερε. Δε θα ξαναγύρνανε, ούτε αυτός μα ούτε κι εκείνη. Κουράζεσαι. Σε τρώνε τα χιλιόμετρα. Αυτός προχώρησε, όπως -ίσως- και να έπρεπε. Έδειχνε ευτυχισμένος κι αυτό πονούσε.

Ήθελε να ‘ναι εκείνη που θα τον κάνει χαρούμενο, να είναι μόνο αυτή γι’ αυτόν. Κι έτσι, όμως, το χαιρόταν. Το χαιρόταν που κάποιος τον έκανε καλά, όπως, βέβαια, μπορεί κανείς να το χαρεί.

Οι μήνες πέρασαν, γιατί πάντα περνάνε κι εκείνοι βρέθηκαν πάλι. Του τα ‘πε όλα απ’ την αρχή. Πώς ένιωσε, πώς νιώθει. Κι αυτός πάλι έφυγε κι αυτή τη φορά για πάντα. Δεν την πειράζει. Δηλαδή, δεν την πείραζε μέχρι που πέρασε ο καιρός και ξύπνησαν μνήμες. Κοντοζύγωσαν τα γενέθλιά του. Κανονικά, θα τα περνούσαν μαζί.

Ίσως, τελικά, η επιθυμία της να πέτυχε. Έγινε δικός της. Όχι όπως πραγματικά τον ήθελε μα έγινε. Έτσι κι αλλιώς, κανείς δε στο υπόσχεται το καλό το τέλος. Ίσως όλο αυτό, να είναι ένα μικρό διάλειμμα. Όλοι, σχεδόν, οι έρωτες χρειάζονται ένα διάλειμμα.

Μα όπως και να ‘χει, τίποτα δεν τελειώνει. Όχι όσο θα υπάρχει αυτός κι όχι όσο θα υπάρχει η Αθήνα. Κι εκείνη, θα ‘ναι πάντα εκεί να τον περιμένει.

 

Επιμέλεια Κειμένου Αναστασίας Θεοφανίδου: Πωλίνα Πανέρη

 

Αυτή ήταν η ιστορία της Πηνελόπης για τη στήλη Your Stories Reloaded. Στείλε τη δική σου εδώ.

 

 

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου