Τι είναι, άραγε, αυτό που ορίζει μία σχέση ως «φυσιολογική»; Η συνεχής κι αβίαστη επαφή ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, η άνευ όρων αγάπη που ‘χει ο ένας για τον άλλο, η απόλυτη δοτικότητα ή μήπως είναι το «να πεθαίνει ο ένας για τον άλλον»;

Η ιστορία που θα προσπαθήσω ν’ αφηγηθώ ανήκει στο Φίλιππο και στην Έλενα.

Εκείνη είναι 23 ετών, εκείνος στα 29. Η ιστορία τους ξεκίνησε μέσα από ένα κοινωνικό μέσο δικτύωσης εντελώς τυχαία και πολύ σύντομα βρέθηκαν να μιλάνε ασταμάτητα. Μοιράζονταν τις σκέψεις και τις ανησυχίες τους. Ανέπτυξαν συναισθήματα ο ένας για τον άλλον. Η καθημερινή επαφή ήταν επιτακτική και για τους δύο. Κι όλα αυτά, μέσα από μία οθόνη.

Για δύο ολόκληρα χρόνια, η σχέση τους εκτυλισσόταν μέσα από μία οθόνη, χωρίς καμία δυνατότητα να βρεθούν από κοντά. Χωρίς να μπορεί ο ένας ν’ αγγίξει τον άλλον. Μην μπορώντας ν’ ανταλλάξουν ένα χάδι ή ένα φιλί.

Γι’ αρκετούς, όπως και για τον περίγυρο τους, αυτή η κατάσταση ενδεχομένως να μη φαίνεται φυσιολογική. Ίσως ν’ ακούγεται και κάπως παράλογη. Ωστόσο, κι αυτή δεν είναι μια απλή ιστορία. Κι έπειτα, ποιος είναι σε θέση να κρίνει και να πει τι είναι σωστό και τι λάθος, παρά μόνο απ’ αυτούς που το βιώνουν;

Είναι αρκετά δύσκολο να ‘χει κάποιος την ικανότητα να βρίσκει την αφετηρία ενός συναισθήματος. Κι ίσως να ‘ναι ακόμα πιο δύσκολο να χωρέσει κανείς συναισθήματα σε λέξεις. Καμιά φορά οι λέξεις είναι πολύ λίγες, πολύ φθηνές για να περιγράψεις αυτό που αισθάνεσαι.

Κι ακόμα πιο δύσκολο είναι το να μπορέσει να κατανοήσει κανείς, πώς μπορείς να ποθήσεις, να ερωτευτείς και ν’ αγαπήσεις ένα πλάσμα που δεν έχεις δει ποτέ από κοντά, δεν το ‘χεις αγγίξει, που δεν έχεις φιλήσει τα χείλη του και το κορμί του.

Κάπως έτσι είχαν τα πράγματα για το Φίλιππο και την Έλενα. Δύο άνθρωποι που γνωρίστηκαν μέσα από ευτυχείς συγκυρίες, ανοίχθηκε ο ένας στον άλλον, μοιράστηκαν όνειρα κι ελπίδες, αγαπήθηκαν και προσπάθησαν να δουν ένα μέλλον κοινό, αντάξιο των όσων αισθάνονταν, που, όμως, δεν ήταν εφικτό να είναι σωματικά κοντά ο ένας με τον άλλον, αφενός λόγω της απόστασης που τους χώριζε, αφετέρου λόγω της ιδιόρρυθμης κατάστασης της υγείας του Φίλιππου.

Ο Φίλιππος έπασχε από χρόνια λευχαιμία και ο χρόνος του ήταν πολύ συγκεκριμένος. Ωστόσο, αυτό δεν τον εμπόδισε να ερωτευτεί και να ονειρευτεί. Η Έλενα το γνώριζε από την αρχή και δεν το υπολόγισε ποτέ σαν εμπόδιο. Δεν την ένοιαζε. Πίστευε κι εκείνη, ότι όλα αυτά λίγη σημασία έχουν. Μέσα από τη σχέση τους, ο ένας προσπάθησε να κάνει τον άλλο καλύτερο άνθρωπο, πάλεψαν γι’ όσα θεωρούσαν σημαντικά. Αγάπησαν ο καθένας τους ξανά τον εαυτό του μέσα από την αγάπη που έτρεφε ο ένας για τον άλλο. Έγινε ο ένας καθρέφτης του άλλου.

Κάποτε, όμως, οι καθρέφτες σπάνε και σκορπάνε σε χίλια κομμάτια. Η αγάπη όσο δυνατή και να ‘ναι, μερικές φορές δεν είναι αρκετή για να κρατήσει δύο ανθρώπους μαζί. Στο «μαζί» είναι αναγκαία κι η επαφή. Να μπορείς να κοιτάς τον άνθρωπό σου μέσα στα μάτια. Να ενώνεις τα δάχτυλά σου. Να ρέει αβίαστα η ενέργεια ανάμεσα στα σώματα. Να τον αγκαλιάζεις κι αυτό να ‘ναι το επισφράγισμα της ασφάλειας που αισθάνεται ο ένας με τον άλλο. Η καθημερινότητα επιζητά την επαφή κι η απόσταση θρέφει τα θηρία.

Έτσι έγινε και με τους δυο τους. Η Έλενα βίωνε μια καθημερινότητα που δεν μπορούσε να μοιραστεί με το Φίλιππο κι αυτό, έπειτα από κάποιο διάστημα, της δημιουργούσε εκνευρισμό. Εκείνος, πάλι, όσο και να λαχταρούσε να ‘ναι δίπλα της δεν το κατάφερνε. Οι συνθήκες περίπλοκες κι όλα εναντίον τους. Και, κυρίως, ο χρόνος.

Ο χρόνος που κυλούσε έγινε σύμμαχος, οι επιλογές τους και το αβέβαιο μέλλον της μαζί του προσυπόγραψαν το τέλος. Ξέβαψαν τα έντονα χρώματα του έρωτα που η Έλενα είχε για το Φίλιππο. Έμειναν κάτι ξεθωριασμένα χρώματα αγάπης, που εκείνος δεν τα ‘θελε. «Εγώ με τα έντονα σ’ ονειρεύτηκα, λουλούδι μου», γράφει εκείνος χαρακτηριστικά.

Εκείνη απομακρύνθηκε. Προχώρησε με τη ζωή της. Προσπάθησε, τουλάχιστον. Εκείνος αποσύρθηκε σ’ ένα μέρος, όπου μπορούσε να ηρεμήσει. Σιγά-σιγά σταμάτησε να τρώει. Ο ύπνος ερχόταν πολύ δύσκολα πια. Η καρδιά που με τόση δύναμη είχε χτυπήσει, πονούσε κάθε μέρα και πιο πολύ. Κι η ημέρα που όλα θα τελείωναν, πλησίαζε αναπόφευκτα.

Δεν ξέρω, εάν αυτές οι γραμμές θα διαβαστούν, ποτέ από εκείνη, τώρα που αυτός δεν είναι πια εδώ. Θα ήθελα, όμως, να μεταφέρω, σαν επίλογο ή σαν μήνυμα, αυτούσια τα λόγια του Φίλιππου προς την Έλενα:

 «Αν ποτέ το διαβάσεις αυτό, θέλω μια τελευταία χάρη. Όταν μάθεις για μένα, μην ξοδέψεις τα δάκρυά σου. Ξέρεις, ότι τα θεωρώ πολύτιμα διαμάντια. Χρησιμοποίησε αυτά που κέρδισες από εμάς για να γίνεις ευτυχισμένη. Κράτα τα καλά και προχωρά παρακάτω. Κάνε με να ζήσω ευτυχισμένος μέσα από εσένα. Κι αν ρωτήσεις, γιατί δεν κράτησα την υπόσχεσή μου, είναι γιατί δεν μπορώ να πολεμήσω το τέρας πια. Με κυριεύει, αλλά δε με νοιάζει. Θέλω, απλά, να τελειώνει μαζί μου. Εσύ δε θα μου τελειώσεις ποτέ όμως, γιατί τ’ άπειρο δεν έχει τελειωμό.

Αν πότε με θυμηθείς και νιώσεις την ανάγκη να μου πεις δυο κουβέντες, κοίτα ψηλά τον ουρανό. Ψάξε για το πιο μακρινό αστέρι. Εκεί θα βρίσκεται ένα “σ’ αγαπώ”.

Μου λείπεις, νινί μου. Μου λείπει ο άνθρωπος μου.

Θα συνηθίσω την απουσία σου, όπως είχα συνηθίσει την παρουσία σου. Κι εσύ το ίδιο, ε;

Σ’ αγαπάω… τότε, τώρα και για πάντα».

Αυτή ήταν η ιστορία του Φίλιππου για τη στήλη Your Stories Reloaded. Στείλε τη δική σου εδώ.

Συντάκτης: Νατάσα Χατζηαντωνίου