Το σωστό και το λάθος είναι ζήτημα υποκειμενικό. Γεγονότα, καταστάσεις, σχέσεις που θεωρούνται λάθος κι αποτελούν αιτία σχολιασμού κι επίκρισης για ορισμένους, για κάποιους άλλους ίσως είναι τα πιο σωστά της ζωής τους κι ο λόγος της ευτυχίας τους. Αυτή ήταν κι η διαπίστωση της Ελένης, που η ζωή της επιφύλασσε να ζήσει καταστάσεις απρόσμενες κι άκρως ανατρεπτικές.

Διένυε μία απ’ τις πιο κουραστικές κι άτονες μέρες στη δουλειά, απ’ αυτές που νιώθεις ότι οι δείκτες του ρολογιού κολλούν σε κάθε αριθμό για έναν αιώνα. Τα αμέτρητα ασπρόμαυρα χαρτιά στο γραφείο της είχαν κλέψει το χρώμα απ’ τη μέρα της κι είχαν την απόλυτη προσοχή της. Τίποτα δεν μπορούσε να διαταράξει ευχάριστα τη μονοτονία.

Ξαφνικά, ο διευθυντής της έφερε τη νέα της συνάδελφο για να γνωριστούν. Κι ενώ ως τώρα οι παλμοί της ήταν σε φυσιολογική αταραξία, ένιωσε να τρέμει μόλις την αντίκρισε. Ήταν τόσο καθηλωτικό το βλέμμα αυτής της γυναίκας που την έκανε ν’ αναστατωθεί και να μουδιάσει, όταν τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Ένιωσε ένα ρίγος να τη διαπερνά, μόλις εκείνη κάρφωσε τα μάτια της πάνω της· δυο μάτια αλλιώτικα που έκαναν την Ελένη ν’ ανασαίνει με δυσκολία, όσο ήταν στραμμένα σ’ εκείνη.

Η Ελένη γοητεύτηκε απ’ την ομορφιά της και συνάμα τρόμαξε γι’ αυτό που ένιωσε· ήταν ανεξήγητος ο τρόπος που αντέδρασε το σώμα της στη θέα αυτής της γυναίκας κι επιπλέον, η ίδια ήταν παντρεμένη με παιδί. Ποτέ ξανά δεν είχε βιώσει κάτι αντίστοιχο. Δεν είχε ποτέ τόσο έντονες διεγέρσεις από άντρες, πόσο μάλλον από μια γυναίκα. Η μόνη εξήγηση που μπορούσε να δώσει ήταν πως απλώς έτυχε. Αρνήθηκε να δεχθεί ότι μόλις ανακάλυπτε μια πτυχή του εαυτού της που δε γνώριζε ως τότε.

Προσπάθησε να το ξεχάσει σαν να μη συνέβη ποτέ. Την έντονη έλξη, όμως, συνέχισε να τη βιώνει, όσο προχωρούσε η φιλική τους σχέση. Αναγνώριζε ότι ήταν αμοιβαίο, αλλά πίστευε πως δε θα εκδηλωνόταν ποτέ, παρ’ όλο που κάτι μέσα της βροντοφώναζε το αντίθετο. Η ίδια είχε φροντίσει να το κρύψει καλά, κάτω απ’ τα φιλικά αισθήματα που ήθελε να πιστεύει πως έτρεφε για εκείνη.

Κι ενώ συνεχίζονταν οι επαφές τους, η ζωή φρόντισε να τις φέρει ακόμη πιο κοντά. Μετά από πέντε χρόνια κι εντελώς αναπάντεχα, ήταν να περάσουν μαζί τις διακοπές τους, λόγω κοινής παρέας. Η Ελένη είχε μόλις χωρίσει και το χρειαζόταν, πόσο μάλλον όταν έμαθε πως θα ήταν κι εκείνη εκεί. Πάντα επιδίωκε συναντήσεις μαζί της.

Τα βράδια, κι ενώ βρίσκονταν σε ξεχωριστά κρεβάτια, χανόταν σε σκέψεις. Ήθελε να εκδηλώσει τον πόθο της γι’ αυτή τη γυναίκα, που με νύχια και με δόντια απέκρυπτε απ’ όλους, ακόμη κι απ’ τον εαυτό της. Ήθελε να περιπλανηθεί πάνω στο κορμί της και να μη φύγει ποτέ. Να κάνει πράξη όσα φαντασιωνόταν και να μην υπολογίσει τίποτα! Οι αναστολές της, όμως, παρέμεναν εκεί, ν’ αφήνουν την επιθυμία και το πάθος της σε δεύτερη θέση. Βρέθηκαν αρκετές φορές έκτοτε, χωρίς να εκδηλώνεται απολύτως τίποτα μεταξύ τους.

Μετά από καιρό, κι ύστερα από πρωτοβουλία της Ελένης, συναντήθηκαν στο σπίτι της στην Αθήνα. Λάτρευε να συζητάει μ’ αυτή τη γυναίκα, να τη συμβουλεύεται. Ένας καφές στο μπαλκόνι και μια χαλαρή κουβεντούλα ήταν ό,τι πιο αναζωογονητικό για εκείνη. Η Ελένη τη χάζευε διαρκώς, όσο μιλούσαν και καθώς εκείνη ετοιμαζόταν να πάει σ’ ένα bachelor πάρτι. Το πρόσωπό της κι οι εκφράσεις της, τα λακκάκια που σχημάτιζε όταν χαμογελούσε, τα συμμετρικά χαρακτηριστικά της, τα υπέροχα άκρα της, το ηλιοκαμένο της δέρμα, όλα τα έβρισκε τόσο αρμονικά και σαγηνευτικά. Είχε ήδη αρχίσει να την ερωτεύεται.

Ήταν ώρα να φύγει μα δεν ήθελε· ήθελε να μείνει εκεί, μαζί της. Φαινόταν αυτό που ένιωθε, το σώμα της πρόδιδε τις σκέψεις που δεν τολμούσαν να γίνουν λόγια. Ώσπου εκείνη κάθισε δίπλα της και τη ρώτησε τι συμβαίνει. Δεν πήρε απάντηση, μόνο ένα παθιασμένο φιλί που επιβεβαίωνε πόσο πολύ το ζητούσαν κι οι δυο τους. Τότε, συνειδητοποίησε πόσο πολύ την ήθελε· το μεθυστικό της άρωμα, το απαλό της άγγιγμα και τα μάτια ήταν ακριβώς αυτά που ήθελε. Έδιωξαν κάθε φραγμό που έμπαινε εμπόδιο στις επιθυμίες τους και βρέθηκαν αγκαλιά στα ίδια σεντόνια. Κι όχι μόνο για μια φορά.

Ήταν, όμως, τόσο έντονο αυτό που συνέβαινε μεταξύ τους, που φοβήθηκαν, δεν μπόρεσαν να το διαχειριστούν και το σταμάτησαν. Προσποιούνταν ότι δεν τρέχει τίποτα, φρόντιζαν να κρύβουν καλά τα συναισθήματα και τις αναμνήσεις που είχαν μοιραστεί. Δε χάθηκαν, βέβαια, μιλούσαν συχνά. Συζητούσαν για τα προσωπικά κι ερωτικά τους θέματα, συμβούλευε η μία την άλλη. Για τα κοινά τους βιώματα, ούτε λόγος! Παρ’ όλο που το μυαλό της Ελένης συνέχιζε να παίζει παιχνίδια. Τη φαντασιωνόταν συχνά τα βράδια. Δεν έφευγε στιγμή απ’ τη σκέψη και την καρδιά της.

Ένα απόγευμα, εκείνη πρότεινε στην Ελένη να τη συνοδεύσει σε μια εκδρομή που θα γινόταν με τη δουλειά της. Φυσικά, η Ελένη δεν αρνήθηκε, θα πήγαινε σαν καλή φίλη. Ήταν η ευκαιρία τους να περάσουν χρόνο μαζί, να ξεφύγουν απ’ αυτά που τις βασάνιζαν και ν’ απολαύσουν τη συντροφιά.

Έμειναν στο ίδιο δωμάτιο και συνομιλούσαν για ώρες, απογοητευμένες και καταρρακωμένες απ’ την κακή έκβαση των πρόσφατων σχέσεών τους. Η ατμόσφαιρα μεταξύ τους ήταν κάπως ηλεκτρισμένη. Ήταν αμήχανες, γιατί δεν τολμούσαν να εκδηλώσουν το πάθος που είχε η μία για την άλλη. Δεν μπορούσαν να προχωρήσουν αλλά ούτε και ν’ αντιμετωπίσουν αυτό που βίωναν.

Δεν είχαν συζητήσει ποτέ ξανά για όσα είχαν γίνει μεταξύ τους, καθώς φοβόντουσαν πως το επόμενο βήμα ίσως ισοπέδωνε ακόμη και τη φιλική σχέση που είχαν. Δεν ήθελαν το πάθος κι η τόλμη τους, να τις απομακρύνουν εντελώς. Σιωπούσαν κάθε φορά που η σκέψη τους έτρεχε σ’ απαγορευμένες οδούς.

Το πρώτο βράδυ κατάφεραν ν’ αντισταθούν στη φαντασία τους που οργίαζε. Το δεύτερο, όμως, απλά παραδόθηκαν η μία στην άλλη. Τις βρήκε το πρωί να κάνουν έρωτα και να συνειδητοποιούν πόσο πολύ είχαν νοσταλγήσει αυτές τις στιγμές. Για πόσο να αρνείται κανείς αυτό που του επιβάλλει η καρδιά του; Πώς να ορίσεις το μυαλό που σου φωνάζει τι λαχταρά το κορμί; Αργά ή γρήγορα παραδίνεσαι. Έτσι συνέβη και μ’ εκείνες.

Εδώ κι έναν χρόνο, η Ελένη κι η γυναίκα της ζωής της, δυο εμφανίσιμες κι άκρως θηλυκές γυναίκες, είναι μαζί. Κατάλαβαν πως τον μεγαλύτερο έρωτα και την αληθινή αγάπη δεν την είχαν ζήσει μέχρι τη στιγμή που αποφάσισαν να γίνουν ένα και να τα μοιραστούν όλα.

Είναι ό,τι πιο φυσιολογικό κι όμορφο τους έχει συμβεί. Θέλουν να είναι συνέχεια μαζί, ν’ απολαμβάνουν στο έπακρο τις στιγμές τους, να είναι οικογένεια. Τη σχέση τους έχει συμπληρώσει κι ένα μικρό γατί. Είναι οικογένεια.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Σουργιά: Πωλίνα Πανέρη

 

Αυτή ήταν η ιστορία της Ελένης για τη στήλη Your Stories Reloaded. Στείλε τη δική σου εδώ.

 

Συντάκτης: Μαρία Σουργιά