Η ιστορία της Κίρκης από την Έλλη Ζάχου.

Δυο χρόνια πριν, οι μέρες περνούσαν αργά και ρουτινιασμένα για την Κίρκη, ανάμεσα σε βρόμικες στοίβες με ρούχα στο σπίτι και σε εκείνες τις καθαρές στο μαγαζί που δούλευε σε ένα εμπορικό κέντρο. Μόνη της διασκέδαση κατά τη διάρκεια της δουλειάς, πριν αλλά και μετά από αυτή, να αράζει με τις φίλες της από τη δουλειά σε ένα μικρό καφέ-μπαρ απέναντι. Εκεί όμως, η μόνη ελπίδα της για χαλάρωση καταστρέφονταν από ένα πρόσωπο που μπορούσε να ταράξει τα νερά της ακόμη και με την παρουσία του εκεί μέσα.

Ο Μάνος, φίλος μια συνεργάτιδας της Κίρκης, ίσως ήταν το τελευταίο άτομο που θα μπορούσε ποτέ να σκεφτεί στο πλάι της. Η εμφάνισή του ήταν τελείως έξω από τα νερά της. Συχνά βρίσκονταν στο ίδιο τραπέζι. Ο ένας να κοιτάει δεξιά και ο άλλος αριστερά, δυο αντίθετοι πόλοι που με όλη τους τη δύναμη αντιστέκονταν να μην έρθουν κοντά. Όμως με όλη τους τη δύναμη μπορούσαν να συγκρουστούν και τα κάνουν όλα κομμάτια. Ακόμη και από τις ξερές του καλημέρες καταλάβαινες πως δύσκολα τέτοια απέχθεια θα μπορούσε να κρύβει από πίσω της κάτι διαφορετικό.

Δούλευε στο μπαρ του μαγαζιού. Τα καλοκαίρια έφευγε για εποχιακή δουλειά. Όσο όμως περνούσε του χειμώνες ήταν εκεί, η κόντρα γι αυτούς είχε γίνει παιχνιδάκι. Ήταν άτομο κλειστό εκείνος, δύσκολα ανοίγονταν. Ένας αινιγματικός μπαρίστας που το μόνο που ήξερε να κάνει καλά, πέρα από τη δουλειά για την οποία μιλούσε σαν αυθεντία, ήταν να την μπαίνει στην Κίρκη και να την ιντριγκάρει για τα καλά.

Καθόλου δεν τους μπορούσε εκείνη τέτοιους χαρακτήρες. Απαντούσε σε όλα με μια ειρωνεία, έναν τσαμπουκά. Ήταν πάντα ετοιμόλογη, ικανή να φέρει εις πέρας κάθε πείραγμά του. Σπάνια γελούσαν μεταξύ τους, το χαμόγελο ήταν και για τους δυο λέξη άγνωστη. Συνήθως εκείνη ήθελε να πηδήξει μέσα από το μπαρ και να του σπάσει τα μούτρα.

Ακόμη ένα καλοκαίρι φτάνει και εκείνος πρέπει πάλι να φύγει για την εποχιακή του δουλειά. Καρφάκι δεν της κάηκε της Κίρκης που δε θα τον έβλεπε ξανά για κάποιους μήνες. Νόμιζε πως είχε ησυχάσει το κεφάλι της. Κάποια στιγμή όμως, ένα χρόνο αργότερα, λίγο πριν ο Μάνος γυρίσει ξανά πίσω στην μεγαλούπολη, εκείνη αναζητούσε δουλειά. Απευθύνθηκε στο μπαρ όπου σύχναζε, αφού πλέον είχε αποκτήσει πολύ καλές σχέσεις με όλους τους εργαζόμενους, ή μάλλον σχεδόν όλους.

Πρώτη μέρα στη δουλειά ως σερβιτόρα, ο Μάνος άφαντος. Στο πίσω μέρος του μυαλού της όμως υπήρχε η σκέψη πως σύντομα θα τον έβλεπε μπροστά της. Λίγες μέρες μετά, εξασφάλισε την δουλειά της εκεί με ένα τηλεφώνημα από κάποιον άγνωστο αριθμό, με μια φωνή βραχνή, σοβαρή. Στο άλλο μέρος της γραμμής όμως βρίσκονταν εκείνος.

Και ξαφνικά, η Κίρκη από την μυρωδιά των καινούργιων ρούχων, βρίσκονταν κάπου ανάμεσα σε μια μυρωδιά από λίγες σταγόνες καφέ, μπόλικη ανδρική κολόνια και ατμόσφαιρα εκρηκτική που έφερνε στο νου μπαρούτι. Η κόντρα καλά κρατούσε, οι συνάδελφοι γελούσαν, περίμεναν να ποιος θα πει την τελευταία κουβέντα. Μέσα σε μια κόντρα σοβαρού και αστείου, ο ένας είχε μάθει για τα καλά τα κουμπιά του άλλου, ήξερε πού να χτυπήσει για να τον πονέσει, παίδευαν τα μυαλά τους. Είχαν την τέλεια κόντρα που τόσο τη γούσταραν και τόσο τους εκνεύριζε.

«Γουστάρω πολύ τον τσαμπουκά σου», της είπε και αυτόν ήταν το τελειωτικό χτύπημα για εκείνη. Ξάφνου, σκέφτηκε τους δυο τους μοναχά, χωρίς κανέναν τριγύρω, τα σώματά τους να ενώνονται, οι ψυχές τους και ο τσαμπουκάς τους μαζί. Της χαμογέλασε με έναν τρόπο τόσο διαφορετικό που την αποστόμωσε πλήρως. Το μόνο που κατάφερε να κάνει είναι να του ρίξει ένα βλέμμα και να απαντήσει με αυτό. Άλλαξαν όλα μέσα της. Ή μάλλον απλά βγήκαν προς τα έξω όλα όσα είχε μέσα της καλά κρυμμένα.

Σε λίγες μέρες εκείνος πάλι θα έφευγε για εποχιακό στη Σκόπελο, όπως κάθε άλλη χρονιά. Πλησίαζε η άδειά της, τίποτα δεν είχε κανονίσει για διακοπές ακόμα. Η φίλες της όμως της επιφύλασσαν μια έκπληξη, της είχαν κλείσει εισιτήρια για εκεί. Θα έμεναν Σκόπελο για 4 ημέρες. Και έτσι αναχώρησαν. Τις τρεις πρώτες μέρες προσπαθούσε να μείνει συγκεντρωμένη. Προσπαθούσε να μην τον σκέφτεται, τουλάχιστον όχι διαρκώς.

Ήξερε πως ήταν στο ίδιο νησί, ήξερε πως μπορεί να τον δει οπουδήποτε όμως ήταν επικεντρωμένη σε άλλα πράγματα. Ώσπου την τελευταία μέρα τον είδε. Με ένα τυπικό γεια, ελάχιστες κουβέντες και αμηχανία την κάλεσε να περάσουν το βράδυ στο μαγαζί που δούλευε.

Έκατσαν στο μπαρ. Ο Μάνος έκανε τα κλασσικά του κόλπα για να εντυπωσιάσει. Και εκείνο το βράδυ η Κίρκη παραδόθηκε. Είχε αφήσει όλο το παιχνίδι πάνω του και εκείνος το κατάλαβε. Ήρθαν ξαφνικά τόσο κοντά, η κόντρα έγινε φλερτ, το φλερτ έγινε έρωτας. Δεν του είπε μέχρι τότε πως αυτό το βράδυ ήταν το τελευταίο της στο νησί.

Αποφάσισε να κάνει την κίνησή της. Πλησίασε δειλά στο μπαρ, εκείνος έρχεται κοντά της και εκείνη του ομολογεί πως από αύριο επιστρέφει στην καθημερινότητά. Φουριόζος πήρε τα πράγματά του, άρπαξε και εκείνη από το χέρι και ανέβηκαν στην μηχανή του.

Μέχρι να πλησιάσουν σπίτι του κανείς από τους δυο δε μίλησε. Κατέβηκαν, έφτασαν στην πόρτα και πριν βάλει τα κλειδιά να ανοίξει, σταματάει απότομα και της ξεκαθαρίζει τις προθέσεις του «δε θέλω σχέση με μια κοπέλα που δουλεύουμε μαζί, αλλά σε θέλω πολύ». Συμφώνησε κι εκείνη.

Το μεταξύ τους σεξ ήταν απλώς ανυπέρβλητο. Η κόντρα κατέληξε σε οργασμό. Οι δυο αυτοί τόσο αντίθετοι πόλοι, ήρθαν κοντά και έγιναν ένα μέχρι το ξημέρωμα. Το ίδιο αυτό ξημέρωμα τους βρήκε αγκαλιά να παραδέχονται όλα όσα ένιωσαν ο ένας για τον άλλο από το πρώτο κιόλας κοίταγμα. Και στο τέλος, επισφράγισαν τα συναισθήματά τους με έναν ακόμα οργασμό κι έτσι εγκαινίασαν την μέρα τους.

Το μεσημέρι η Κίρκη έφυγε από το νησί έχοντας τις καλύτερες αναμνήσεις που θα μπορούσε, μοναχά από μια νύχτα. Γύρισε πίσω όμως ξέροντας πλέον πως ό, τι αντιτίθεται, όσο εύκολα συγκρούεται τόσο εύκολα μπορεί και να βρεθεί στο ίδιο κρεβάτι. Η κάβλα της κόντρας είναι ακατανίκητη, πέρα από κάθε στιγμιαίο συμβιβασμό, πέρα από κάθε δύναμη που θέλει δυο σώματα χωριστά.

 

Συντάκτης: Έλλη Β. Ζάχου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά