Γράφει η Αθηνά.

 

Αν, σκέφτομαι, αυτά τα παραμύθια που μαθαίναμε παιδιά, μπορούσαν μοναχά για μία βραδιά να ζωντανέψουν. Αν για μία μονάχα στιγμή εμφανιζόταν ένας τύπος από ένα μικρό σκουριασμένο τζίνι και μου έλεγε σήμερα θα σου πραγματοποιήσω μοναχά μία σου επιθυμία για 24 ώρες. Να ξέρεις πως θα ήσουν εδώ μαζί μου με ένα χρονόμετρο στο χέρι για να μη χάσω λεπτό από εσένα.

Θα σε έπαιρνα αγκαλιά κι έτσι, με μια κίνηση, θα στα έλεγα όλα. Θα χάζευα τη μελαγχολία στα μάτια σου. Θα έκανα κατάχρηση μιας αίσθησης, της αφής, σε κάθε σπιθαμή σου. Θα τράβαγα βαθιές τζούρες απ’ τη μυρωδιά σου. Θα ζωντάνευε ξανά κάθε πεθαμένο συναίσθημα, μοναχά για 24 ώρες.

Καθώς ο χρόνος θα κυλά, δε θα σ’ άφηνα να δεις τον πανικό μου. Αυτήν την απόγνωση του τέλους. Θα σε άρπαζα απ’ το χέρι να τρέξουμε σαν κυνηγημένοι τρελοί των δρόμων. Κι ίσως όλα αυτά να τα κάναμε στα βουβά, γιατί αμφιβάλλω αν θα έβγαζα λέξη.

Θα καταλήγαμε σε μια αμμουδιά. Με γυμνά πόδια στην άμμο και το κεφάλι μου να ξεκουράζεται στον ώμο σου. Θα κλείναμε τα μάτια και θα ακούγαμε μόνο το κύμα. Ύστερα θα σε τραβούσα πάλι απ’ το χέρι να πάμε για ‘κείνο το παγωτό που διαρκώς σε ζάλιζα. Κι ας μη σου άρεσαν ιδιαίτερα τα γλυκά. Σε διασκέδαζαν οι υποσχέσεις μου πως δε θα ξαναφάω.

Ο χρόνος περνά γρήγορα. Όπως περνούσε πάντα μαζί σου. Όσο μια ανάσα. Και σκέφτομαι πως ακόμα δε σου είπα αυτά που ήθελα να σου πω. Μα δε χρειάζεται θαρρώ, τα είπαν όσα κάναμε μαζί. Μόνο να ‘μαι δικιά σου κι εσύ δικός μου. Χωρίς να δίνουμε δεκάρα για τίποτα. Κι υπάρχει, αλήθεια, καλύτερο συναίσθημα απ’ το να ανήκεις σ’ αυτόν που αγαπάς;

Κι αφού ο χρόνος μας σχεδόν ξοδεύτηκε, ξαναβλέπω μπροστά μου τον τύπο από αυτό το σκουριασμένο τζίνι. Σε αφήνω να φύγεις με ένα φιλί στα χείλη, απ’ αυτά που στο τέλος τους χαμογελάς γιατί φιλάς τον σωστό άνθρωπο.

Αυτά που λένε πως είναι τύχη που σε μια τόσο σύντομη ζωή βρεθήκαμε. Που με βρήκες. Που κράτησα μέσα μου τα ομορφότερα κομμάτια του εαυτού σου κι εσύ του δικού μου. Που ήσουν εκεί σε κάθε μου μεγάλη μα και στενάχωρη στιγμή. Κι ας μη σου είπα ποτέ όσα θα ήθελα. Κι ας μη σου φώναξα φεύγοντας ότι σ’ αγάπησα. Το ήξερες και το ήξερα.

Αν, σκέφτομαι, τα παραμύθια που μάθαμε παιδιά, γινόντουσαν –έστω και μικρές– αλήθειες στην άδεια ενήλικη ζωή μας…

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη