Ήσουν σαν ένα πληγωμένο θηρίο όταν σε πρωτογνώρισα. 

Επιβλητική παρουσία, γέμιζες το χώρο. Γέμιζες και τους ανθρώπους που σε περιέβαλαν. Μιλούσες και δεν με ένοιαζε τίποτα γύρω μου. Θυμάμαι την πρώτη μας συνομιλία. Η γλώσσα σου ροδάνι.

«Θεέ μου, επιτέλους μία γυναίκα που μιλάει πιο πολύ από μένα!», ήταν η πρώτη μου σκέψη.

Κι έπεσα με τα μούτρα. Σε ερωτεύτηκα πριν καν το καταλάβω. Μου έγινες απαραίτητη, αναπόσπαστο κομμάτι του εγώ μου. Μπορεί και να μην το ήθελες, να μην το έκανες επίτηδες.

Μα κάθε σου ανάσα με έκαιγε.

Δεν είχα συνηθίσει εγώ έτσι, στο φτερωτό θεούλη δεν πίστευα, γιατί δεν μου είχε τύχει.

Είχα τον εαυτό μου κι ένιωθα ολόκληρος. Πριν έρθεις και με γκρεμίσεις.

Κι εσύ δεν πίστευες στον έρωτα. Γιατί σου είχαν τύχει περιπτώσεις με μάγκες, με «άντρακλες» που ξεχείλιζαν βαρβατίλα, με τα «μοντέλα» της πόλης που τα έβλεπες και σου πέφτανε τα σάλια.

Σε είχαν ξεσκίσει, σε είχαν κάνει να κλάψεις, να πέσεις στα πατώματα, μου είπες.

Εσένα που στα μάτια μου είχα κι έχω Θεά, άλλοι κατάφεραν να σε στεναχωρήσουν.

Και είπα πως εγώ, όχι. Ποτέ. Όρκο στον εαυτό μου έδωσα πως με τη ψυχή σου εγώ δεν θα παίξω.

Και σου έδωσα ο,τι είχα και δεν είχα, για να μου χαμογελάς εσύ.

Μα το θηρίο, και πληγωμένο να είναι, είναι θηρίο.

Έχοντας ζήσει την κακία, τον πόνο, την κακή μεταχείριση, και ένας άγγελος θα ελευθέρωνε τα διαβολικά του ένστικτα.

Μπορεί και να μην ήθελες να μου κάνεις κακό, δεν αντιλέω.  Αλλά ερωτευμένη μαζί μου δεν ήσουν και μου το έδειχνες. Πάλευα να σε κρατήσω κοντά μου, δικιά μου, ικέτευα για ένα σου φιλί. Ποιός, εγώ που είχα την περηφάνια μου πάνω από το κεφάλι μου.

Αλαζόνας, εγωιστής, δεν έδινα ευκαιρίες στους ανθρώπους. Παρτάκιας.

Δεν άντεχα να σε ικετεύω άλλο. 

Η αγάπη σου ήταν το οξυγόνο μου, το παραδέχομαι.

Όλα αυτά που πίστευα πως είναι μπούρδες, γλυκανάλατες αηδίες για παιδάκια, τα ένιωθα στο πετσί μου και τώρα νιώθω ένοχος.

Γιατί σου το είπα στα ίσα και περίμενα μία σου απάντηση που να ανατρέψει την κατάσταση.

«Δεν είσαι ερωτευμένη μαζί μου». Γιατί βαρέθηκα να ικετεύω για ένα φιλί σου όταν κάναμε σεξ, ναι κάναμε σεξ και μόνο αυτό. Ρηχό.

Γιατί ο έρωτας μαζί μου, για σένα ήταν ξένη λέξη.

Και με πείραζε. Γιατί ήμουν η επιτομή του ρηχού, δεν με ένοιαζε να νιώσω, δε με ένοιαζε να δώσω και να δοθώ.

Και τα κατάφερες, γαμώτο σου και σ’αγαπάω και σε μισώ ταυτόχρονα για αυτό, να με κάνεις άνθρωπο. Που νιώθει. Που αγαπά. Που σε έχει ανάγκη.

Η απάντησή σου σε όλα αυτά ήταν ένα γαμημένο, ρηχό όσο κι εγώ πριν μπεις στην ανούσια ζωή μου, «Δεν ξέρω».

Έφυγα την ίδια στιγμή. Από το δωμάτιο, από το σπίτι, από τον εαυτό μου, από τη ζωή της.

Πέρασε μήνας για να μου στείλει. Εγώ δεν ήμουν ο ίδιος. Άλλοι μετά από στεναχώριες μισούν τις γυναίκες. Άλλοι κλαίνε, τρώνε, πηδάνε την πρώτη εύκολη τυχούσα.

Εγώ απλώς μίσησα τον εαυτό μου. 

Έναν μήνα χωρίς εκείνη, μίσησα τον τρόπο που αναπνέω, που περπατάω, που υπάρχω στο χώρο.

Όταν ξαναεμφανίστηκε, ένας άλλος Γιάννης μπροστά της. Ένας μήνας φαίνεται είναι αρκετός για να καταλάβεις εαν σου λείπει κάποιος.

Γιατί φαίνεται πως το κατάλαβε, ερχόμενη μετανιωμένη να μου πεί πως μ’αγαπάει, πως της έλειψα, πως δεν μπορεί χωρίς εμένα. Εκτίμησε αυτά που της έδωσα, ίσως να μην τα βρήκε αλλού. Ίσως να είχε χρόνο να συγκρίνει, να βάλει κάτω τα πράγματα και να σκεφτεί ποιός της φέρθηκε σωστά, ποιός την αγάπησε πραγματικά.

Για εμένα, δεν είχε καμία σημασία πια.

Όλα είχαν τελειώσει. Δεν της μίλησα άσχημα, δεν είχα καν κατεβασμένα μούτρα.

Όχι γιατί είμαι αλαζόνας, αυτό με την πρώτη σου αγκαλιά, μου το πήρες μακριά.

Αλλά γιατί δεν μπορώ να αντέχω να βρίσκομαι μέσα στο μυαλό σου πάνω σε μία ζυγαριά, επί ένα γαμημένο μήνα, με όλους τους άλλους που σε ακούμπησαν, που σου πούλησαν έρωτα, που έκανες σεξ μαζί τους.

Με εκτίμησες αργά.

Πέτα τη ζυγαριά από το μυαλό σου, και μακάρι ποτέ κανείς να μην σε βάλει στο ζύγι όπως εσύ εμένα. Δεν σου αξίζει.

  
 

Συντάκτης: Ιωάννης Καράπογλου