Γράφει η Μαρία Δ.

Σε θυμήθηκα πάλι. Δέκα χρόνια μετά κι όμως σε θυμήθηκα. Τι να κάνεις, άραγε; Πού να είσαι και ποια σε απολαμβάνει; Γιατί απόλαυση ήσουν. Γι’ αυτό σε βρίζω. Γι’ αυτό και γιατί δε σε έχω. Ποτέ δε σε είχα ολοκληρωτικά. Εσύ ήσουν πάντα ελεύθερος, πάντα στον αέρα. Τουλάχιστον τότε που σε γνώρισα, δεν ξέρω αν άλλαξε κάτι μέχρι τώρα, αν και δεν το εύχομαι. Θέλω να σκέφτομαι πως είσαι ακόμα εκείνη η ελεύθερη ψυχή.

«Αν ζούσαμε σ’ άλλη εποχή ίσως και να είχαμε παντρευτεί» μου έλεγες σαν το τραγούδι του Δεληβοριά που με στοιχειώνει από τότε. Δεν ήταν, όμως, άλλη εποχή. Ήταν τότε και τότε ήταν κακό το timing. Μαλακίες σου λέω. Εμείς ήμασταν το κακό timing. Εσύ κι εγώ που τα κάναμε όλα πουτάνα. Πόσο εκρηκτικός συνδυασμός ήμασταν! Δεν μπορούσαμε να περιοριστούμε στα σεντόνια μας; Έπρεπε να κοντράρουμε ο ένας τον άλλο κι έξω από αυτά;

Και να φανταστεί κανείς ότι δε σε ήθελα στην αρχή. Ήθελα μόνο σεξ. Κι ήσουν καλός σ’ αυτό, το παραδέχομαι. Και γι’ αυτό σε βρίζω. Δεν ξέρεις πώς είναι να σε συγκρίνω με τους επόμενους και να μου φαίνονται χλιαροί κι αδιάφοροι. Δεν ξέρεις πώς είναι να πηγαίνεις με άλλους για να ξεχάσεις κάποιον σαν εσένα και τελικά να τον θυμάσαι περισσότερο. Με γάμησες, ρε… Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Κι όταν κατάπια τον εγωισμό μου, την περηφάνια και το ύφος των χιλίων καρδιναλίων και σε κάλεσα για να ομολογήσω πως σε θέλω, η απάντηση ήταν πως τώρα άργησα· συνοδεύεσαι. Πάνω στον θυμό μου σου είπα ότι οι άντρες συνοδεύουν, δε συνοδεύονται και στο έκλεισα -ήθελα τουλάχιστον να πω την τελευταία λέξη. Αυτό που δε σου είπα είναι πως έκλαιγα δυο μέρες και δυο νύχτες. Δεν ξανακάλεσα το κινητό σου. Σε άφησα να σε χαίρεται η άλλη. Αν υπήρχε άλλη, δηλαδή, ακόμα αναρωτιέμαι. Εδώ που τα λέμε την είχα την ευκαιρία μου και την έχασα. Μεταξύ μας, όμως, και για σένα το ίδιο ίσχυε. Κι εσύ με έχασες και το ξέρω πως με ήθελες το ίδιο απ’ τον τρόπο που με πήδαγες.

Όλα σαχλά κι άνοστα μέχρι τη στιγμή που θα σε έβλεπα κι ας έκανα την αδιάφορη. Εγωισμός ήταν. Το ήξερες. Μου είχες πει πολλές φορές πως αν δε χαλιναγωγήσω τον εγωισμό μου τα βράδια θα κοιμάμαι με αυτόν, αλλά άργησα να το καταλάβω. Γέλαγα μαζί σου κι ας ήξερα πως είχες δίκιο. Αν δε με συνέφερε αυτό που έλεγες απλά γδυνόμουν και σου έλεγα πως δεν ήρθα για να μιλήσουμε. Η αλήθεια είναι πως περισσότερο απ’ όλα γι’ αυτό ερχόμουν κι ας το αρνιόμουν.

Ήμουν πιτσιρίκι, γαμώτο, τι περίμενες να κάνω; Μόλις 19 κι εσύ 31. Εσύ είχες εμπειρίες, εγώ είχα την αλαζονεία της νιότης. Σε πόνεσα με τα πηγαινέλα μου, το καταλαβαίνω. Εδώ πόνεσα τον ίδιο μου τον εαυτό. Ήμουν αναποφάσιστη, εγωίστρια και κυνική. Δεν ήθελα να ξέρεις πόσο πολύ σε επιθυμούσα. Ούτε στον εαυτό μου το παραδεχόμουν, τι να λέμε; Δεν ήθελα να ξέρεις πως ήσουν η μεγαλύτερη καψούρα μου. Ίσως να είσαι ακόμα, αλλά δεν το λέω στον κόσμο. Ποιον νοιάζει έτσι κι αλλιώς;

Κάποιες νύχτες μόνο, σε σκέφτομαι. Όχι γιατί σ’ αγάπησα. Δε σε αγάπησα ποτέ μου περισσότερο απ’ όσο αγαπάω τον εαυτό μου, αλλά σε πόθησα, σε ορέχτηκα, σε απόλαυσα, σε γούσταρα. Η σάρκα σου ήταν το πιο γλυκό μεθύσι μου. Ρε μπαγάσα, αν δεν ήσουν εσύ το πιο γερό μου χαστούκι, δε θα ήμουν σήμερα αυτή που είμαι. Δεν ήθελα να σε πληγώσω. Για να είμαι ειλικρινής, πίστευα πως δε θα μπορούσα εγώ να πληγώσω εσένα. Στον απολογισμό το αντιλήφθηκα κι ένιωσα τύψεις, αλλά είναι αργά πια. Δε σε βρίσκει κανείς πουθενά.

Δεν ξέρω τι απέγινες, θα ήθελα να μάθω. Θα ήθελα να ξέρω πως είσαι καλά και πως με συγχώρεσες. Για μένα ήσουν σχολείο. Με έμαθες να πίνω ποτά και να ζαλίζομαι γλυκά, να φέρομαι ως το θηλυκό που είμαι και να το απολαμβάνω και, φυσικά, να γαμιέμαι καλά. Στα χρωστάω αυτά.  Ήσουν ο πήχης που δύσκολα ξεπερνούσε κάποιος. Ήσουν κριτήριο σε όλα μέχρι που μου τέλειωσε ο έρωτας κι έμεινε μόνο η νοσταλγία. Τώρα είσαι μια γλυκόπικρη ανάμνηση. Είσαι ο μόνος λόγος που αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν είχα κάνει κάτι αλλιώς. Ή αν είχες κάνει εσύ κάτι αλλιώς.

Δε βαριέσαι; Ας είναι. Και που γίναν όλα στάχτη κάπου μέσα μου το γουστάρω. Μωρό μου, εμείς ήμασταν ή του ύψους ή του βάθους. Σ’ ευχαριστώ για την ένταση, το πάθος, την εμπειρία. Σ’ ευχαριστώ για τις φωτιές που μου άναψες και την καταστροφή που μου έφερες. Κανείς δε θα τα κατάφερνε καλύτερα από σένα.