Γράφει η Φ.

 

Άκουγα πάντα να λένε ότι οι φιλίες από το σχολείο δεν κρατάνε. Ή ότι θα κρατήσουν για λίγο και μετά θα χαθούν. Δεν το καταλάβαινα και το απέρριπτα. Εγώ τους αγαπημένους μου ανθρώπους τους είχα επιλέξει καλά· θα ήμασταν πάντα εκεί ο ένας για τον άλλον, δε θα με πρόδιδαν ποτέ και μπορούσα να στοιχηματίσω πολύ σοβαρά πράγματα υπέρ αυτού. Τους εμπιστευόμουν σαν αδέλφια, σαν «αίμα», σαν να μεγαλώσαμε στην ίδια οικογένεια με το ίδιο φαγητό στο τραπέζι και την μοιρασμένη αγάπη της μαμάς. Με λίγα λόγια, ήμουν σίγουρη πως τ’ αδέλφια που επιλέγεις δε χάνονται. Ήμουν σίγουρη πως δε θ’ ανήκαμε σ’ αυτό που έλεγαν όλοι.

Τα χρόνια περνούσαν και το στήθος της σιγουριάς μου φούσκωνε από περηφάνια. Είχα δίκιο, όντως ήξερα ποιους είχα δίπλα μου κι ότι όσα είχαμε θα κρατούσαν για πολύ, πολύ καιρό ακόμα, για χρόνια γεμάτα που θα έρχονταν και θα έφευγαν. Για συναντήσεις με γέλια, για πτυχία κι επιτυχίες, για πρώτους μισθούς και εορτασμούς, για έρωτες μοναδικούς και γάμους. Ίσως και για κουτσούβελα και βαφτίσια. Μπορεί και να ήμουν αφελής ή απλά αισιόδοξη. Ίσως απλά να μου άρεσαν τα όσα είχα και να μην ήθελα να τα χάσω όπως κι αν ήταν αυτά. Να τα είχα αγαπήσει κι αποδεχτεί όπως ήταν.

Και παρ’ όλα αυτά, αποδείχτηκε πως ήμουν αλαζόνας. Πίστευα τόσο δυνατά στην ικανότητά μου να ξεχωρίζω ανθρώπους που έμεινα σε αυτό και δεν έβλεπα τριγύρω. Δεν έβλεπα ότι ακόμα και ξεχωριστοί να είναι οι άνθρωποι, οι πιο υπέροχοι ή τα καλύτερα παιδιά, δεν ήταν αναγκαστικό ότι θα γερνούσαμε μαζί. Γιατί όσο όμορφος κι αν είναι κάποιος, μπορεί ν’ αλλάξει και το ίδιο μπορεί να κάνεις κι εσύ. Όχι, ν’ αλλάξει και να χάσει την ομορφιά του, μα σκέτο ν’ αλλάξει. Να μην είναι ακριβώς ο ίδιος άνθρωπος που είχατε κολλήσει σαν τσίχλα σε παπούτσι ή που είχε κυλήσει ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι. Μπορεί να μην είστε τσίχλα και παπούτσι πια ούτε τέντζερης και καπάκι. Ή μπορεί ο ένας να παρέμεινε ίδιος, όμως ο άλλος να εξελίχθηκε διαφορετικά και να μην ταιριάζετε πια στις παροιμίες και μεταφορές.

Έτσι έγινε μ’ εμάς. Αλλάξαμε. Εγώ είχα από πιο μικρή την τροχιά μου κι εσύ τη βρήκες στην πορεία. Το θέμα είναι ότι οι πορείες αυτές δεν ήταν ούτε παράλληλες ούτε συναντιούνταν κάπου. Εμείς τις αναγκάζαμε να δημιουργούν μικρά μονοπάτια μία στο τόσο, ώστε να μπορούμε να μιλάμε και να βρισκόμαστε για λίγο. Θέλουμε διαφορετικά πράγματα για εμάς τους ίδιους, για τον κόσμο και τη ζωή, για το πού θα κοιτάζουμε και τι θ’ ακούμε, τι θα γευόμαστε και τι θ’ αγγίζουμε.

Πικράθηκα στην αρχή. Σκέφτηκα ότι με πρόδωσες, ότι δεν έπρεπε να μου έχεις φερθεί έτσι, να μη μ’ έχεις αγαπήσει μετά από τόσα χρόνια φιλίας. Όμως, ας είμαστε ειλικρινείς· δε μαθαίνουμε ν’ αγαπάμε πια από μικρά παιδιά κι αν δεν ασχοληθούμε μόνοι, δε θα μάθουμε ποτέ. Εγώ έμαθα πολύ μεγάλη την πλήρη έννοια της αγάπης και τότε μόνο κατάφερα να βάλω το εγώ μου κάτω και ν’ αγαπήσω αληθινά. Γιατί αγάπη αυτό είναι, να βάζεις τον εγωισμό σου κάτω και τον άνθρωπό σου λίγο πιο πάνω όταν εκείνος το χρειάζεται πραγματικά. Κι εσύ δεν το έκανες ποτέ. Οπότε ναι, θύμωσα κι ένιωσα προδομένη, όμως η λογική υπερίσχυσε. Κι ούτως ή άλλως πάντα το ήξερα, απλά επέλεγα να μην το σκέφτομαι.

Τώρα ξέρω· όταν οι άνθρωποι αλλάξουν τόσο αισθητά που δε συνδέονται παρά μόνο από τις αναμνήσεις, τότε δεν υπάρχει λόγος να κρατιέται μια φιλία «ζωντανή». Καμία σχέση δεν πρέπει να συνεχίζεται βασισμένη μονάχα στην ιστορία της. Είχες δίκιο, λοιπόν, που τερμάτισες τη δική μας. Ένιωθες κούραση, είχες πει, και είχα στεναχωρηθεί. Όμως καιρό μετά, συνειδητοποιώ ότι νιώθω πιο ελαφριά, πιο ξέγνοιαστη κι ότι η δική μου κούραση ήταν κρυμμένη πίσω απ’ το κοινό μας χιούμορ και τα μάτια γεμάτα ενδιαφέρον για τα νέα που ανταλλάσσαμε. Ήμουν εστιασμένη αλλού και δεν έβλεπα ότι μόνο κακό κάναμε ο ένας στον άλλον. Δεν έχει σημασία.

Το σημαντικό είναι ότι η αγάπη δε φεύγει κι εγώ πάντα θα έχω για εσένα, το ξέρεις. Μπορεί να μην μπορούμε να είμαστε κοντά, όμως το συναίσθημα θα είναι ενεργοποιημένο ανεξαιρέτου της απουσίας σου. Θέλω να είσαι καλά και να χαμογελάς, να παλεύεις και να μην επαναπαύεσαι. Δε σου αξίζει να μένεις στη λήθη που επιλέγεις. Έχεις προοπτικές για πράγματα που δεν έχεις ιδέα, αρκεί να τους δώσεις το λόγο. Ίσως αυτό είναι το ουσιαστικό· ότι δεν τους δίνεις το λόγο. Ίσως γι’ αυτό δεν αντέξαμε· γιατί δε σου αρέσουν και δεν τα επιλέγεις, ενώ εγώ το κάνω. Ίσως τελικά να μην άλλαξες όσο νομίζεις. Μπορεί να εξελίχθηκες απλώς.

Όπως και να ‘χει, να μου προσέχεις το πλάσμα των αναμνήσεών μου και τη σημερινή του εικόνα. Μάθε να πιστεύεις σε σένα και μην πάψεις να το κάνεις ποτέ. Και να θυμάσαι· ένα προβληματικό βλέμμα, μπορεί να κρύβει ακόμα και χρυσόμαλλο δέρας.

 

Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή