Γράφει η Ανδριάνα.
Έλα, έχω βάλει καφέ και κάτι όνειρα στην άκρη. Σκέτος είναι όπως τον πίνεις και μη μου κάνεις μούτρα για τα όνειρα, μη φοβάσαι δεν τα πετάω, στην άκρη τα έβαλα.

Θα τα ξεσκονίζω πού και πού όταν θα μου λείπεις, έτσι για να σε φέρνω κοντά. Μη μου μετράς τα τσιγάρα, καπνίζω πολύ πια, περισσότερο από τότε που μου φώναζες να το κόψω. Στο είχα πει πως χρειάζομαι κάποιον να με προσέχει∙ δε με πίστεψες.

Έλα, πες μου, πώς περνάς; Κοιμάσαι καλά τα βράδια ή ακόμη ξυπνάς κάθε φορά που υπάρχω στο μυαλό σου; Έμαθα ότι πίνεις πολύ. Ούτε αυτό το έκοψες, ε; Κακία συνήθεια, στο είχα πει, δεν κόβεται∙ γλυκιά, όμως, η άτιμη. Τώρα σε καταλαβαίνω που πίνω κι εγώ, όχι από συνήθεια, βέβαια, αλλά από ανάγκη, ανάγκη να σε νιώθω με όποιον τρόπο δίπλα μου. Έτσι, πίνω τον καφέ μου σκέτο, το ποτό μου με δύο πάγους και ξυπνάω πάντα μέσα στη νύχτα. Όπως, βλέπεις, αρχίζω και σου μοιάζω πιο πολύ από τότε κι αυτό από ανάγκη.

Έμαθα και να προσέχω τον εαυτό μου λίγο παραπάνω τώρα που λείπεις, όχι για μένα, όχι κι αυτό για σένα το κάνω. Ακούω τη φωνή σου κάθε φορά να λέει «Να προσέχεις, ναι;», Και κόβω ταχύτητα.

Πες μου, γιατί δε χαμογελάς πια; Ξέχασες, μάλλον, πόσο όμορφος είσαι. Μην το ξεχνάς και χαμόγελα. Όσο για τα μάτια σου που πια κρύβουν μια θλίψη, πλέον μοιάζουν με τα δικά μου. Βλέπεις, ξέχασα φεύγοντας να με πάρω από δίπλα σου κι αυτό  πονάει και φαίνεται, ρε γαμώτο, στα μάτια μου, μα δεν μπορώ κι ούτε θέλω να το κρύψω. Όσοι ξέρουν, με καταλαβαίνουν. Όσοι ξέρουν μας καταλαβαίνουν.

Θυμάσαι; Δίπλα σου κι απέναντί σου θα είμαι πάντα, σου έλεγα. Δίπλα σου για να παίρνεις δύναμη κι απέναντί σου για να σε κοιτάω και να με κοιτάς πάντα. Αλήθεια, ποτέ μου δε χόρταινα να σε κοιτάω κι ας περνούσα τις περισσότερες ώρες της ημέρας μου μαζί σου. Δε σε χόρτασα ποτέ μου κι αυτό πονάει εξίσου.

Όλα ήταν σε δόσεις και στο «λίγο». Λίγες στιγμές, λίγη επαφή και λίγες αναμνήσεις πια. Μα η απάντηση μου όταν με κοιτούσες πάντα ήταν «πολύ». Σε ένιωσα πολύ, σε αγάπησα πολύ, σε ήθελα πολύ, σε πόνεσα πολύ, σε νοιάστηκα πολύ, σε χρειαζόμουν πολύ, σε είχα ανάγκη πολύ, μου άρεσες πολύ.

Πριν με ρωτήσεις και πριν μου απαντήσεις θα σου πω πως θυμάμαι. Θυμάμαι τα μάτια σου που κι αυτά πάντα μου φώναζαν «πολύ». Γι’ αυτό κι απαιτούσες να σε κοιτάω, γι’ αυτό και δεν έπαψα ποτέ μου να το κάνω.

Τώρα πια, έναν μήνα μετά, συνήθισα να ζω στο λίγο. Γελάω λίγο, αγαπάω λίγο, τα νιώθω όλα στο λίγο. Φοβάμαι πως θα σε προδώσω αν νιώσω κάτι περισσότερο από αυτό κι έτσι το έκανα τρόπο ζωής, που δεν ξέρω αν θα μπορέσω ή αν θα θελήσω ποτέ μου να το αλλάξω. Το μόνο που μπορώ να νιώσω στο πολύ και πάλι είναι πως που λείπεις. Όλες τις ώρες, όλες τις μέρες, μα κυρίως όταν είσαι δίπλα μου κι απέναντι μου κι αυτό πονάει πολύ. Να, βρήκα και κάτι ακόμη, ο πόνος μέρος της ζωής μου κι αυτός, τώρα που λείπεις, στο πολύ.

Ο καφές σου τελείωσε, πρέπει να φύγεις πάλι. Ποτέ σου, άλλωστε, δεν ήσουν ολοκληρωτικά εδώ. Ένα κομμάτι σου εδώ κι ένα στη ζωή που σου είπαν πως πρέπει να ανήκεις. Φεύγοντας, άφησέ μου μόνο εκείνο το κομμάτι που σου χάρισα, εκείνο της καρδιάς που μου λείπει.

Ίσως έτσι μάθω να ζω ολόκληρη για μένα, χωρίς εσένα πια. Ίσως έτσι καταφέρω να ζήσω ξανά, να νιώσω ξανά τα πάντα στο πολύ. Γιατί σου το ορκίζομαι πως το λίγο με κούρασε κι εσύ έχεις φύγει πια.

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη