Γράφει η Ιωάννα Μ.

Έρχεται κάποτε η στιγμή που συνειδητοποιείς πως η αγάπη δεν αρκεί για να κρατήσει μια σχέση. Όσο ουσιαστική ή αληθινή κι αν είναι, πλήθος παραγόντων πρέπει να συμβάλουν για να μείνεις μ’ έναν άνθρωπο.

Θυμάμαι ήταν καλοκαίρι όταν έμαθα πως ενδιαφέρεσαι για μένα. Το μυαλό μου τότε έτρεχε αλλού, το γνώριζες. Παρ’ όλα αυτά προσπάθησες κι αρχικά δεν τα κατάφερες. Ήταν η πρώτη φορά από τότε που σε ξέρω που δεν κατάφερες κάτι. Μ’ άρεσε αυτή η αποτυχία σου, για να είμαι ειλικρινής, γιατί επέμεινες κι η επιμονή σου πέτυχε τελικά το στόχο σου να με κάνεις δική σου.

Δυο χρόνια πέρασαν κι η εικόνα των ματιών σου δε λέει να φύγει απ’ το μυαλό μου. Καρφωμένα μονίμως πάνω μου κι όταν σ’ έπαιρνα είδηση έκανες σαν μωρό, τάχα πως έβλεπες άλλου και γυρνούσες το κεφάλι σου. Μακάρι να ‘ξερες πόσο όμορφο ήταν αυτό. Με τον καιρό, άρχισα ν’ αναπτύσσω αισθήματα για σένα και δεν το πίστευα ούτε η ίδια. Εγώ, να καίγομαι για σένα, που με κυνηγούσες τόσους μήνες και παρίστανα την αδιάφορη.

Δεν μπορούσα να σκεφτώ τον εαυτό μου μαζί σου και τώρα που είμαστε χώρια παλεύω να ζήσω μ’ αυτό, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν τα καταφέρνω. Η στεναχώρια μου, τότε, έβρισκε τη γιατρειά της με το βλέμμα και την αγκαλιά σου. Μόνο εσύ μ’ έκανες να νιώθω καλύτερα. Κρεμόμουν απ’ τα λόγια σου τα πολλά και τις πράξεις σου τις λίγες. Η ειλικρίνεια, βλέπεις, ήταν ανέκαθεν μειονέκτημα σου.

Περάσαμε μια χρονιά μ’ εχθρό μας τα χιλιόμετρα, 910 για την ακρίβεια. Μα η δύναμη κυριαρχούσε της προσμονής κι η αγωνία που ‘χαμε για να βρεθούμε ξανά αγκαλιασμένοι την έκανε αξέχαστη. Εκείνες τις ώρες, το βιβλίο μας αυτομάτως άνοιγε κι εμείς, αχόρταγοι, τρέχαμε να το γεμίσουμε αναμνήσεις. Τι να σου κάνει, όμως; Κανείς δε νίκησε ποτέ την απόσταση, έτσι κι εμείς. Μας διέλυσε, την αγάπη μας όμως δεν κατάφερε να την πάρει.

Μάταια προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου πως σε ξεπέρασα. Δεν τα κατάφερα τέσσερις μήνες τώρα που ζούμε χωριστά κι εσύ ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Το μυαλό μου βομβαρδίζεται από σκέψεις, τι κάνεις, πού είσαι, με ποια κοιμάσαι. Έχω καταλάβει πως ζεις τη ζωή σου, δημιουργείς καινούργιες αναμνήσεις, αλλά πες μου, γιατί τόσο καιρό δεν ανοίγεις καινούριο βιβλίο;

Στην απελπισία μου, για να μου δώσεις λίγη προσοχή, άρχισα το κάπνισμα. Πάντα μου φώναζες, όταν το έκανα. Έτσι λοιπόν κι εγώ ήθελα να το μάθεις και να στη σπάσω. Να δω αν ενδιαφέρεσαι ακόμα, αν θα μου ‘στελνες ένα μήνυμα, όπως τότε. Η οθόνη του κινητού, όμως, δεν άναψε και το στενάχωρο ήταν πως δεν είχε χαλάσει, απλώς εσύ δεν ήθελες να επικοινωνήσεις μαζί μου. Ξέρω πως δεν ήσουν εγωιστής, αν ήθελες θα μου ‘στελνες. Μάλλον κάτι σε κρατούσε για να μην το κάνεις, αυτό με πονούσε περισσότερο.

Δεν ήξερα αν σε μισούσα μετά απ’ όλα αυτά που μου ‘χεις κάνει. Αν μπορούσα να ξεχάσω τα ψέματά σου και τον πόνο που μου προκάλεσες και δεν ήξερα αν πλέον σ’ ήθελα ευτυχισμένο. Ύστερα έρχονταν τα μάτια σου στο μυαλό μου, που πάντα ήταν τόσο αληθινά κι έλεγα πως εσύ είσαι ο άνθρωπός μου και θα καταφέρω να σε συγχωρήσω.

Ήρθε, λοιπόν, η ώρα να επιστρέψουμε κι οι δύο στον τόπο μας. Μια σταλιά το νησί κι έτσι ένα βράδυ βρεθήκαμε αντιμέτωποι. Βλέμματα και σιωπή οι πρωταγωνιστές, ώσπου η οθόνη του κινητού τελικά άναψε κι ήσουν εσύ. Τρελάθηκα κι απευθείας διαγράφηκαν όλα απ’ το μυαλό μου. Ένιωσα όπως τότε, που το στομάχι μου γέμιζε με κόμπους. Οι ενδοιασμοί τελικά δεν υπήρχαν ποτέ, τους είχα επινοήσει σαν άμυνα για όσα είχα περάσει.

Τα βρήκαμε όπως εμείς ξέρουμε, κρυφά απ’ όλους, αλλά υπολογίσαμε χωρίς τον ξενοδόχο που ακούει στ’ όνομα απόσταση.  Γι’ άλλη μια φορά, λοιπόν, χωριστήκαμε, αφήνοντας κενές σελίδες να εκκρεμούν στο βιβλίο μας. Πού είσαι, για να γεμίσουμε το βιβλίο; Εγώ πια κατέληξα, εσύ είσαι το σπίτι μου και σε θέλω μ’ όλες τις έννοιες στη ζωή μου. Έλα λοιπόν να φύγουμε, μακριά απ’ όλους κι απ’ όλα, όπως πάντα λέγαμε. Έχουμε τόσα πολλά να κάνουμε, τόσα όνειρα να εκπληρώσουμε. Μη μ’ αφήνεις, δε θέλω να σκορπίζομαι, διεκδίκησέ με ξανά.

Γίνε ξανά ο άνθρωπος που γνώρισα, για κάποιον που σ’ αγαπάει φιλικά, ερωτικά και μ’ όλες τις έννοιες.
Γίνε για μένα.

 

Επιμέλεια Κειμένου Ιωάννας Μ.: Ιωάννα Κακούρη