Γράφει η Σ.Λ.

Είμαι πια σίγουρη ότι κάθε φορά ερωτεύομαι την καταστροφή μου και κυρίως ότι ξε-ερωτεύομαι όταν διαισθάνομαι ότι αυτή δε θα ‘ρθει. Έχοντας διανύσει έναν επαρκή δειγματοληπτικά αριθμό ερωτικών χιλιομέτρων, καταλήγω με βεβαιότητα ότι τις φορές που το σώμα μου έτρεμε σύγκορμο ακόμα και σε απλές νοητικές αναφορές του άλλου, είχα παγιδευτεί ξανά σε ιστορία που θα μ’ έκανε λίαν συντόμως ν’ αναζητώ διέξοδο σε αδιάφορες γνωριμίες, ολονυχτίες αναλύσεων με φίλους κι αγνώστους, σε εισιτήρια one way για τ’ οπουδήποτε.

Το ‘νιωσα αστραπιαία τις τελευταίες φορές. Τις εξής δύο φορές που βρέθηκαν στο δρόμο μου, μετά την αγάπη. Εκείνη την άνευ εισαγωγικών, που είχα στη ζωή μου και την άφησα παρά τους ενδοιασμούς να φύγει, γιατί έψαχνα το πάθος. Ξανά μπροστά σε κάτι σταθερό προτίμησα τη φυγή, ξανά κάτι αδιευκρίνιστο αναζητούσα. Μικρότερη το δικαιολογούσα ηλικιακά, την τελευταία το ‘δα επαναστατικά, γιατί είχα τετραετία και βάλε να ξετρελαθώ κι ένιωθα πως είχα μαραζώσει απ’ την πολύ συντροφικότητα. Δεν είμαι σίγουρη αν δυσανασχετώ αυτή τη στιγμή, κατά πάσα πιθανότητα δε θ’ άλλαζα κάτι. Απλώς είναι σημαντικό για κάθε ιστορία που λέει μια ιστορία να τη λέει ως πρέπει.

Κάπως έτσι λοιπόν έγιναν τα πράγματα. Στην αγάπη εφησυχάστηκα, επιβεβαιώθηκα, πήρα κιλά, βαρέθηκα. Ήθελα να καώ. Και βεβαίως κάηκα. Δις. Την πρώτη ήτο έγκαυμα τρίτου βαθμού κι αν κι αναμενόμενο, όπως όλοι οι κίνδυνοι ήταν κι εξαιρετικά εθιστικό. Κατά τη διάρκεια της αποθεραπείας του πρώτου εγκαύματος και μετά απ’ όλους τους αναγκαίους κύκλους που συντελούν σε μια τέτοια ανάρρωση, ήρθε η στιγμή που βρέθηκα ξανά άκαυτη – τουλάχιστον φαινομενικά. Τουτέστιν αλκοόλ, χαλαρή διάθεση, ηλιοβασιλέματα, αρώματα κι απέναντι ένας άκρως ενδιαφέρον συνομιλητής με δυεισδητικό μυστήριο βλέμμα και ναρκισσιστική διαταραχή. Η αγαπημένη μου περίπτωση αυτοκαταστροφής.

Έλα εδώ πληγωμένε, εγκαταλελειμμένε μικρέ μου Νάρκισσε. Έλα να ερεθιστείς με την αντανάκλασή σου στο είδωλό μου. Έλα να φτιάξουμε έναν υπέροχο κόσμο που κι οι δύο θα λατρεύουμε εσένα ή εμένα. Έλα να με σαγηνεύσεις με την επιβράβευση και την τιμωρία σου. Έλα να παίξουμε πάλι εκείνο το παιχνίδι του ποιος θα πονέσει περισσότερο τον άλλον, ποιος είναι ο δυνατός, ποιος φεύγει πρώτος, ποιος στέλνει μήνυμα τελευταίος. Έλα κι εγώ θα σε κάνω να νιώσεις τόσο σπουδαίος, έλα και μαζί μου θα ‘ναι όλα ιδιαίτερα, όλα δυσεύρετα! Έλα γιατί δεν είσαι ο μόνος που απολαμβάνει ν’ απομυζεί τους ανθρώπους για να συντηρεί την ψευδαίσθησή του, έλα γιατί σου μοιάζω, έλα γιατί νοσώ κι εγώ, και γιατί αναπόφευκτα οι αρρώστιες μας θα κάνουν το καλύτερο κρεβάτι.

Δυο νάρκισσοι μαζί ξεπερνούν τα επίπεδα του πολύ καλού σεξ και ακουμπούν το εξαιρετικό, παρ’ ό,τι με μη νάρκισσους εραστές ίσως να μη βάζουν και τόσο τα δυνατά τους. Όταν δυο νάρκισσοι συναντηθούν το σεξ γίνεται πεδίο μάχης κι ενώ μπορεί κάποιος με μια πρώτη εκτίμηση να τους κρίνει σαν εγωϊστικούς παρτενέρ, στη μεταξύ τους μίξη η προσφορά δίνει και παίρνει. Είναι όλον ένα τελετουργικό που διαρκεί ώρες, που βρίσκονται σ’ εγρήγορση όλες οι αισθήσεις, όλα τα πιθανά μέσα, μια τραμπάλα ανάμεσα στο μόνιμο ερεθισμό, τη φιλοσοφία και την οικειότητα. Θέλουν να εντυπωσιάσουν, θέλουν να πείσουν, θέλουν να πειστούν! Ένα πήδημα όπως πρέπει να ‘ναι. Κι αυτά τα πηδήματα είναι που με ‘δεναν πισθάγκωνα όλες τις φορές.

Το να ‘ναι κάποιος νάρκισσος δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, καθόλου ξεκούραστη. Σπανίως επιτρέπονται οι παρεκκλίσεις απ’ την εκάστοτε περσόνα ή έστω επιτρέπονται μόνο όσες στο μυαλό φαντάζουν ως εν δυνάμει γοητευτικές/μυστήριες/σέξι/ανατρεπτικές/ακραίες. Δεν είναι όλοι οι νάρκισσοι ίδιοι, άλλοι εστιάζουν στην εμφάνιση, άλλοι στο πνεύμα, άλλοι στο χιούμορ, άλλοι στο επικοινωνιακό χάρισμα ή τις γνώσεις τους και πάει λέγοντας. Έλκονται ωστόσο περισσότερο όταν το πεδίο τους είναι κοινό. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο όμως είναι οι τακτικές αποπλάνησης που ο καθένας χρησιμοποιεί, που μπορεί κι οι ίδιες να εναλλάσσονται με τα χρόνια, με τον υποψήφιο σύντροφο, ακόμα και με τη διάθεση της στιγμής. Ισχύει ότι οι περισσότεροι προσπαθούν να τραβούν την προσοχή κραυγαλέα επάνω τους με την ιμπρεσιονιστική συνολική παρουσία τους -συνήθως είναι ενδιαφέροντες ομιλητές-, αλλά συχνά πυκνά επίσης σιωπούν. Ή από αμηχανία ή επειδή κάποιος θα πάει την κουβέντα σε συναισθήματα, ειδικότερα αν ταυτόχρονα υπάρχει και φόβος οικειότητας. Συχνά πάντως σιωπούν. Και συχνά φλυαρούν. Κι αυτή η εναλλαγή επίσης με ιντριγκάρει απίστευτα!

Ούσα κι η ίδια νάρκισσος και (ανά)γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τις τεχνικές χειραγώγησης που χρησιμοποιούμε, το σώφρον θα ‘ταν να μη συναναστρέφομαι στενά με άλλους του σιναφιού μου. Αφενός γιατί έτσι δυσκολεύω τη ζωή και το μυαλό μου. Αφετέρου γιατί δυο διαταραγμένοι μαζί τι αποτέλεσμα μπορεί να βγάλουν; Ωστόσο μ’ έναν μη νάρκισσο τα πράγματα είναι συνήθως τόσο προβλέψιμα, άμεσα και κατανοητά που με κάνει άλλοτε πιο σύντομα κι άλλοτε λιγότερο ν’ αποζητώ πάλι κάτι απ’ το λατρεμένο εθιστικό που υπάρχει εκεί έξω. Κι έτσι πλέον ερωτεύομαι με σφραγίδα επιχειρήματος εγκεκριμένη απ’ τη συνείδησή μου, απ’ το πρώτο βράδυ κιόλας. Μου το λέω καθαρά και δυνατά να τ’ ακούω “Πας για μπλέξιμο!”. Παραδεχόμενη λοιπόν την πραγματικότητα στον εαυτό μου ξεκινάω τη γέννηση επιχειρημάτων για να μου υποστηρίξω την απόφαση του να εμπλακώ σε μια ιστορία που ήδη γνωρίζω ότι θα με τραβολογήσει τζάμπα και βερεσέ. Κι εδώ λοιπόν καταλήγω συνήθως να το βαφτίζω ως “μια άλλη παθιασμένη εμπειρία που αξίζει να γευτώ!”, αλλά κάπου πίσω απ’ την κουρτίνα ακούω κάποιον να μου λέει ότι προσπαθώ να χειραγωγήσω ακόμα και τη συνείδησή μου, προβάλλοντάς της ανοησίες για επιχειρήματα, πράγμα που ‘ναι ανήθικο όπως καταλαβαίνετε.

Η αλήθεια είναι πιο βάρβαρη απ’ τα συνθήματα, αλλά εντοπίζοντάς την υπάρχει μια αμιδρή πιθανότητα ν’ απαλλαγουμε απ’ την ανυπόφορη ματαιότητά μας.

Ο νάρκισσος ψάχνει σε όλους τους άλλους την αυτοεπιβεβαίωση του. Όταν αυτή του δίνεται γρήγορα κι απλόχερα χάνει το ενδιαφέρον του. Ο νάρκισσος απολαμβάνει να κυριαρχεί, παράλληλα όμως ποθεί να κυριαρχείται, γιατί παρά το απαστράπτον περιτύλιγμα, στην ουσία του νιώθει ελλιπής. Όταν λοιπόν κυριαρχεί συντηρεί την ψευδοεικόνα κι όταν κυριαρχείται τη χαμηλή του αυτοεκτίμηση.  Σ’ αυτό το παιχνίδι μετά από κάποιες βδομάδες κερδίζει ο πιο δυνατός ή αλλιώς ο πιο διαταραγμένος. Ο ένας απ’ τους δύο θ’ αναγκαστέι να παραχωρήσει μεγαλύτερο κομμάτι του αυτοθαυμασμού του προς τον άλλον κι ο άλλος βεβαίως αυτό θα το καλοδεχτεί αυξάνοντας απαιτήσεις, προσβολές, αγνοήσεις. Εκεί επέρχεται πλέον η ανισορροπία και ξεκινάει ο χορός του διαβόλου. Έχω δει το έργο απ΄όλες τις πλευρές. Εθιζόμουν όταν ήμουν ο θύτης, παραδινόμουν όταν ήμουν το θύμα. Ντρέπομαι να το ομολογήσω και στον εαυτό μου αλλά όσες φορές γεύτηκα κάτι που δε στηριζόταν επάνω σ’ αυτό το δίπολο του ποιος κερδίζει τώρα-ποιος χάνει, σειρά σου-σειρά μου, σε απειλώ και κλαις-με παρατάς κι υποφέρω, δεν το λογάριασα για έρωτα. Κι έτσι το πάθος έγινε στο μυαλό μου συνώνυμο της νοσηρότητας.

Γίνεται συχνά κουβέντα αν οι νάρκισσοι όντως ερωτεύονται. Προσπάθησα άπειρες νύχτες να πείσω τον εαυτό μου ότι αυτό που με έλκυε στον εκάστοτε νάρκισσο είχα ερωτευτεί εκείνη την περίοδο, δεν ήταν παρά μια δική μου φαντασίωση, οι προβολές που του προσέδωσα ή ένα σύμπτωμα απ’ το οποίο πρέπει ν’ απαλλαγώ. Μάταιος κόπος. Τη στιγμή της έκστασης ο νους χάσκει. Δεν ξέρω αν ήταν όντως έρωτας, ξέρω πάντως ότι η ορμή του ήταν τέτοια που μ’ έκανε ν’ αμφιβάλλω για αδιαπραγμάτευτες σταθερές (πρώην αδιαπραγμάτευτες σταθερές) για τον εαυτό μου, για τη ζωή και το συναίσθημα γενικότερα. Υποθέτω ότι μες στην τόση αβεβαιότητα, εκτός απ’ την ανασφάλεια, θα υπήρχαν και σοβαρές ενδείξεις σφοδρού πάθους που έφεραν όλο αυτό το αποτέλεσμα. Κι όσοι ξέρουν πάντως, συμφωνούν στο ότι αρκετοί νάρκισσοι ερωτεύονται -αν δεν συνυπάρχουν κι άλλες διαταραχές- ή έστω το νομίζουν. Δεν αγαπούν όμως. Δεν αφοσιώνονται. Δεν παύουν να φαντασιώνονται το ιδανικό, το περασμένο ή το επόμενο που υπάρχει εκεί έξω και δεν το ‘χουν.

Θέλω να πάψω να ερωτεύομαι την καταστροφή μου. Θέλω να πάψω να καταστρέφω. Θέλω να γυρίσω το χρόνο πίσω, τόσο πίσω, ώστε να πάω να βρω εκείνο το πεντάχρονο που κρύβεται κάτω απ’ το τραπέζι της κουζίνας και να το διαβεβαιώσω “Δεν είναι αυτό η αγάπη! Δε χρειάζεται να ‘σαι πάντα τέλεια για να σ’ αγαπήσουν! Δε χρειάζεται να περιτριγυρίζεσαι από κόπιες δικές σου ή όσων έχεις συνηθίσει. Δε θα αποτύχεις!” κι έπειτα να την πάω για μια πορτοκαλάδα στην πλατεία και να της εξηγήσω γιατί δεν πρέπει να τους ευνουχίζει όλους κυριαρχώντας τόσο στο κρεβάτι ή όπου αλλού νιώθει ότι την παίρνει, γιατί η υπερβολική επίδειξη γνώσεων και αστεϊσμών είναι άσκοπη, γιατί οι εκβιασμοί κι οι εκφοβισμοί δε φέρνουν την αγάπη κι όταν έρθει πια η ώρα να τη γυρίσω σπίτι, να μην ξεχάσω στην πόρτα να της θυμίσω ότι αν παρ’ όλα αυτά της τύχει κι εκθέσει κάτι αληθινό, κάτι πέρα απ’ τις δεκάδες περσόνες, να μη νιώθει ενοχές, να μην αυτοταπεινώνεται επειδή τώρα δεν έχει κάποιον να ταπεινώσει ή να ταπεινωθεί.

Είμαι μια νάρκισσος που ερωτεύεται νάρκισσους κι ήδη νιώθω πολύ καλύτερα.