Να είχα, λέει, άλλο ένα βράδυ μαζί σου. Να βρισκόμασταν κατά τις 9 και να είχαμε όλη τη νύχτα δικιά μας. Τι θα την έκανα αυτή τη νύχτα, άραγε; Τι θα την πρωτοέκανα;

Είσαι για μια βόλτα στον Λυκαβηττό; Κοίτα μόνο να έχεις πάρει δύο μπουφανάκια μαζί σου. Ένα για σένα και ένα για μένα. Ξέρεις πόσο εύκολα κρυώνω, δεν πιστεύω να το έχεις ξεχάσει, ε; Δε θέλω να το θυμηθώ εγώ. Θέλω να το έχω ξεχάσει και να το ‘χεις σκεφτεί εσύ.

Πάρε και τσιγάρα. Θέλω να κάνω ένα-δυο από τα κομμένα. Έτσι, για τη στιγμή. Και για την παρέα. Όχι μπίρες. Δεν τις συμπάθησα ποτέ ιδιαίτερα. Αν είχαμε λίγο κόκκινο κρασί, τότε μάλιστα.

Θέλω και μουσική. Να συνοδεύει απαλά τις σιωπές μας. Να μιλάει για εμάς. Ας είναι και σκέτη μελωδία, ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Τις λέξεις να τις φτιάχνουμε στη σκέψη μας. Δε χρειαζόμαστε κανέναν να μας τις δώσει έτοιμες.

Θέλω θέα, ορίζοντα. Να νιώθω ότι μπορώ να πετάξω. Σαν να είμαστε μακριά από την Αθήνα, πολύ μακριά. Να την κοιτάμε όμορφη και φωτισμένη, αλλά να μην τη νιώθουμε. Να μοιάζει με όνειρο.

Αν πάρω μαζί μου το τετράδιό μου θα σε πειράξει; Δε θέλω να ξεχάσω τις σκέψεις που θα μου γεννήσει η τόση ομορφιά. Μερικές είναι τόσο πονηρές που έρχονται για μια στιγμή και χάνονται. Μετά παλεύω να τις ξαναβρώ, αλλά έχουν φύγει. Αν με επισκεφθεί κάποια όσο θα είμαστε μαζί, θέλω να τη φυλάξω.

Όχι, δε θέλω κάμερες και φωτογραφίες. Θα τα φωτογραφίσω όλα με τα μάτια μου, δε μου ταιριάζουν τέτοιου είδους ενθύμια. Πονάνε οι εικόνες μετά, αφήνουν πίσω τους μια γλυκόπικρη γεύση νοσταλγίας. Δε θέλω να τη νοσταλγήσω αυτή τη νύχτα. Μόνο να τη ζήσω θέλω.

Μετρημένες θα είναι οι κουβέντες μας, δεν έχω ανάγκη να μιλήσουμε. Ούτε αγκαλιές και φιλιά θέλω. Αν είναι όλα όπως τα έχω φανταστεί, δε θα υπάρχει λόγος να έρθουμε πιο κοντά. Θα είμαστε ήδη ένα.

Το βλέμμα σου θα στο ζητήσω με τον τρόπο μου, αν το χρειαστώ. Δε θα μου το αρνηθείς, το ξέρω. Θα επιτρέψεις στον εαυτό σου να χαθεί για λίγο στην εικόνα μου κι εγώ στη δική σου.

Χωρίς δάκρυα, χωρίς πόνο θέλω να είναι αυτή η νύχτα. Να νιώθουμε το χρόνο να κυλάει γρήγορα, αλλά μέσα της να κλείνει μια αιωνιότητα. Να είναι τόσο δυνατή που να μας συντροφεύει μέχρι το τέλος της ζωής μας.

Να γραφτεί αυτή η νύχτα σ’ αυτά τα τετράδια της ψυχής που δεν τα σβήνει ο χρόνος. Άφθαρτη να είναι, σαν εμάς. Να χωράει το «ποτέ» και το «πάντα» μας, το «όλα» και το «τίποτα». Κάθε διαφορά μας να την αγκαλιάσει σφιχτά, κάθε πληγή μας να την κλείσει.

Κι όταν θα γυρεύω ένα λιμάνι για να ηρεμήσει η ψυχή μου, θέλω να μπορώ να τη ζωντανεύω ξανά. Να τρέχω σ’ εκείνη και να παίρνω δύναμη. Να βρίσκω τη ζωντάνια και το χαμόγελό μου καθισμένα στο ίδιο σημείο που θα έχουμε περάσει εμείς τη βραδιά μας.

Θέλω εκείνη τη νύχτα να απολαύσω την ομορφιά της ηρεμίας σου. Να δω τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου πιο χαλαρά από ποτέ, να σε νιώσω να ταξιδεύεις μαζί μου κι ας μην οδηγηθούμε στον ίδιο προορισμό. Τι σημασία θα έχει, άλλωστε, ο προορισμός μετά από τέτοιο ταξίδι;

Όταν θ’ αρχίσει να ξημερώνει η καινούρια μέρα θα ξέρω ότι ο χρόνος μας τελειώνει. Θα ξέρω ότι πρέπει σιγά-σιγά να ξυπνήσουμε από το ζωντανό μας όνειρο και να γυρίσουμε πίσω. Ελπίζω μέχρι εκείνη την ώρα να έχω χορτάσει, να είμαι γεμάτη.

Θα πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής αθόρυβα και μόνο η μουσική θα συνοδεύει τη διαδρομή μας. Θα μ’ αφήσεις στο ίδιο σημείο και όπως θ’ απομακρύνεσαι, θα εύχομαι να μην ξεχάσεις. Εγώ δε θα στο θυμίσω ποτέ ξανά. Απλά, θα εύχομαι να μην ξεχάσεις.

Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Παπασάββα.