Γράφει η Αλεξάνδρα.

 

Σε θυμάμαι μικρή. Ήρθες μου ζήτησες ένα μαρκαδόρο χρώματος μπλε γιατί ο δικός σου «είχε χαλάσει», όπως χαρακτηριστικά μου είπες. Σου τον έδωσα και σου πρότεινα να καθίσεις δίπλα μου για να διαλέξεις κι όποιο άλλο χρώμα ήθελες.

Και κάπως έτσι έγινε η αρχή. Μεγαλώσαμε μαζί στις αλάνες. Ατέλειωτες βόλτες με τα ποδήλατα κάθε μεσημέρι μετά το φαγητό και το διάβασμα. Τα καλοκαίρια ψάχναμε ξύλα να φτιάξουμε το ιδανικό ξύλινο σπιτάκι μας. Μαζεύαμε και φίλους, αγοράζαμε πατατάκια και σοκολάτες κι έτσι φτιάχναμε το δικό μας παιδικό και αθώο κόσμο.

Αργότερα στο γυμνάσιο ήμασταν στο ίδιο σχολείο, αλλά σε χωριστές τάξεις. Ξενερώσαμε στην αρχή, αλλά δεν πτοηθήκαμε. Συναντιόμασταν στα διαλείμματα και αργότερα στο φροντιστήριο. Θυμάσαι που είχες έρθει κλαμμένη γιατί σε πρόδωσε ο τότε μεγάλος σου έρωτας; Και σε παρηγόρησα λέγοντάς σου πως δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από σένα, εκτός βέβαια απ’ τη σοκολάτα. Τη σοκολάτα που τόσο λάτρευες.

Αυτήν την ίδια σοκολάτα που τόσα χρόνια μετά κρατάω και γράφω όλα αυτά που σου εξιστορώ γράφοντας με μανία. Την ίδια μανία που είχαμε όταν διαβάζαμε σκληρά για να περάσουμε τις πανελλήνιες και να γίνουμε οι καλύτερες φοιτήτριες. Το θυμάσαι αυτό;

Ίσως θυμάσαι, λοιπόν, και τα ατέλειωτα ξενύχτια και μεθύσια μας. Στα γνωστά φοιτητικά στέκια του Ρεθύμνου. Είμαι σίγουρη δε θα θυμάσαι πολλά απ’ τα βράδια μας που κατέληγαν στο μπάνιο του σπιτιού μας. Είχαμε αποφασίσει να μείνουμε μαζί, γιατί θέλαμε να περάσουμε τα πάντα μαζί. Ακόμη και φιλίες που δημιουργούσαμε απ’ τις σχολές μας, φροντίζαμε με τέτοιο τρόπο να ενώνονται και να κάνουμε όλοι μαζί παρέα.

Κάναμε όσα περισσότερα ταξίδια μπορούσαμε. Θέλαμε να γνωρίσουμε άλλους τόπους και μέρη που δεν είχαμε καν φανταστεί! Πολλά βράδια, που έκανε κρύο και οικονομικά ήμασταν πανί με πανί, καθόμασταν μ’ ένα ποτήρι κρασί στο παράθυρο και σημειώναμε σε χαρτί τις πιο τρελές μας σκέψεις.

Θυμάσαι που τις σημειώναμε όλες σ’ ένα συγκεκριμένο τετράδιο; Εκείνο με το μικρό πρίγκιπα και το χοντρό άσπρο εξώφυλλο. Το έχω εδώ μπροστά μου. Να μου υπενθυμίζει τις σκέψεις και τα όνειρα που είχαμε στα 20 μας. Να μετράω πόσες απ’ αυτές πραγματοποιήσαμε και πόσες θα μείνουν για πάντα ευχές και όνειρα.

Πόσα ξενύχτια περάσαμε για εκείνα τα τελευταία μαθήματα που μας οδήγησαν στη πολυπόθητη ορκωμοσία και απόκτηση του πτυχίου! Ακόμα γελάω όταν συλλογίζομαι τον τρόπο που έπεσες στα σκαλιά μπροστά σε όλους τους παρευρισκόμενους. Τι γέλιο, Θεέ μου! -«Θεέ μου», μεγάλη κουβέντα.

Τελειώνοντας τις σπουδές μας, όλοι μας έλεγαν πως η ζωή τώρα ξεκινάει. Χα! Πόσο αστείο. Που να ’ξεραν.

Ξεκίνησε από μια τυπική εξέταση στο κεφάλι, για κάτι πονοκεφάλους που σε ταλαιπωρούσαν καιρό. Θυμάσαι που έλεγες πως ήταν απ’ το βάρος του κέρατου που έφαγες απ’ τον Μάκη;  Άλλο κλάμα κι εκεί.

Δύο μήνες ήταν η παράταση που έδωσε ο ανθρωπάκος με τη λευκή ποδιά και το στηθοσκόπιο να κρέμεται σαν κολιέ. Ήθελα τόσο πολύ να τον χτυπήσω και να του πω «ομολόγησε πως λες ψέματα». Εσύ δεν αντιδρούσες. Είχες κολλήσει να κοιτάς τον πίνακα ζωγραφικής απέναντι. Σου έδωσε λίγο νερό και σου εξήγησε ακριβώς ποιες θα ήταν οι επόμενες κινήσεις σου.

Πήγαμε να σε κεράσω παγωτό. Όλα μας τα προβλήματα τα λύναμε μ’ αυτόν τον τρόπο. Το θυμάσαι αυτό, έτσι;

Δώσαμε όρκο, σαν μικρά παιδιά που έκαναν σκανταλιά και ήθελαν να το κρύψουν απ΄τη μαμά τους. Θα το παλεύαμε μαζί, όσο κι αν χρειαζόταν. Ξεκίνησαν οι χημειοθεραπείες και τα χάπια. Μια μέρα, απ΄τις τελευταίες θα ‘ταν θαρρώ, ήρθα και σου έφερα κάτι τρελές περούκες. Σαν εκείνες που βάζαμε στα καρναβάλια. Φορέσαμε από μία η καθεμιά και βγήκαμε για έναν περίπατο. Εσύ μια γαλάζια και εγώ μια πράσινη.

Βγάλαμε φωτογραφίες, φάγαμε κρυφά και παγωτό. Γράψαμε και στο τετράδιο με τον πρίγκιπα αυτά που θέλαμε. Ξεχάσαμε για λίγο αυτό που ζούσαμε τον τελευταίο καιρό και επικεντρωθήκαμε στο τώρα.

Γυρίσαμε πίσω στο άσπρο και άχαρο δωμάτιο του νοσοκομείου. Με πήρες μια τεράστια και σφιχτή αγκαλιά, όπως ποτέ άλλοτε. Σου είπα «σ’ αγαπώ» κι έφυγα. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που σε είδα.

Έχουν περάσει πέντε χρόνια από τότε κι αυτή η σκηνή έχει μείνει καρφωμένη στο μυαλό μου. Προχώρησα στη ζωή μου, έκανα νέες φίλες. Μοιράζομαι μυστικά και σκέψεις μαζί τους, όμως πάντα θα είσαι η πρώτη που θα μαθαίνει αυτά που θέλω να εκφράσω και να πω.

Όπως τώρα. Γράφω να σου πω πως τα κατάφερα, ρε φίλη! Βρέθηκε αυτός ο ένας που θα ταλαιπωρώ, όπως έλεγες. Και μάλιστα θέλει να τον ταλαιπωρώ για το υπόλοιπο της ζωής του. Θα γίνω και μάνα. Ποια; Εγώ! Που δεν ήθελα να δω παιδάκι στο χιλιόμετρο. Μεγάλωσα, άλλαξα μυαλά. Σοβαρεύτηκα και δεν είσαι εδώ να με βάλεις στο στραβό το δρόμο. Όπως χαρακτηριστικά έλεγες.

Φτάνει όμως, πρέπει να φύγω τώρα. Μου λείπεις. Σ’ αγαπώ.

 

Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου