Γράφει η Γεωργία.

 

Κοιτάζοντάς σε για πρώτη φορά ήξερα πως είχα ήδη μπλέξει. Είχα μπλέξει σε αυτό που οι παλαιότεροι ονόμαζαν επικό έρωτα κι οι νεότεροι κεραυνοβόλο. Με την πρώτη ματιά, πριν καν ακόμη μάθω πώς σε λένε, κάτι μέσα μου μού έλεγε πως με σένα δε θα τελείωνε μια απλή γνωριμία.

Ήξερα πως ήσουν κάτι αλλιώτικο, κάτι που ήθελα να εξερευνήσω, να ανακαλύψω, να ζήσω. Φυσικά όλα αυτά ίσως και να μην τα διαβάσεις ποτέ -γιατί να τα ακούσεις κι αν αποκλείεται. Δεν έχω τη δύναμη να σε κοιτάξω στα μάτια και να σου πω όλα αυτά που νιώθω. Αν και τόσο ρομαντικός κι ονειροπόλος, η δική μου αύρα είναι πιο σκληρή, δεν παραδίδεται εύκολα σε συναισθηματισμούς.

Με το πρώτο σου βλέμμα σκάλωσα. Ήθελα τόσα να πω και ξαφνικά έχασα τη μιλιά μου. Έμεινα να σε κοιτάω για λίγο μέχρι που το σκούντημα απ’ τη φίλη μου με ξύπνησε, με ένα διακριτικό «Καρφώνεσαι». Κάπως έτσι επανήλθα  στην πραγματικότητα μετά από ένα σύντομο ταξίδι σε έναν κόσμο που ζούσαμε μόνο οι δυο μας.

Δεν ξέρω αν με πρόσεξες ούτε αν είδες το βλέμμα μου που σκότωνε για μια ματιά σου. Προσπάθησα πολύ πάντως να μην το καταλάβεις. Ενώ χανόμουν σε σενάρια που περιελάμβαναν εμάς τους δύο, κάποιος απ’ την παρέα είχε τη φαεινή ιδέα να το ρίξουμε στο χαρτάκι και το χειρότερο ήταν ότι σε έβαλαν να κάθεσαι ακριβώς απέναντί μου. Δε θα μπορούσα με τίποτα να απομακρύνω τα μάτια μου από πάνω σου ούτε να μην καρφωθώ. Κι είχα δίκαιο. Δεν μπορούσα να αντισταθώ. Συνεχώς το βλέμμα μου αναζητούσε το δικό σου, το μυαλό μου χανόταν.

Εσύ κρατούσες μια στάση τύπου χαλαρός κι άνετος. Δε μιλούσες πολύ. Δεν ήξερα αν μέσα σου ήσουν έτοιμος να εκραγείς όπως κι εγώ ή αν απλά δε σου καιγόταν καρφί για όσα διαδραματίζονταν. Στις λίγες κουβέντες που ανταλλάξαμε στην πορεία, προσπαθούσα απεγνωσμένα να σε στριμώξω, να σε αναγκάσω να μου πεις κάτι, μπας και βγάλω άκρη. Φέρθηκες έξυπνα κι έτσι με κέρδισες κι άλλο.

Έξυπνος, ήξερες τι να πεις και πότε. Τα λόγια σου μετρημένα, οι πράξεις σου προσεχτικές και το βλέμμα σου διακριτικό. Σε αντίθεση με μένα που πάλευα με δαίμονες για να κρατηθώ και πάλι δεν τα κατάφερνα. Μπορεί το σώμα μου να κρατούσε αποστάσεις, μα το βλέμμα μου τα πρόδιδε όλα.

Ήθελα τόσο πολύ η βραδιά να μην τελειώσει εκεί, σε μια καφετέρια, σε ένα περιβάλλον για μένα πολύ γνώριμο, που όμως εκείνη τη μέρα με έπνιγε αφού με κρατούσε μακριά σου. Ναι, πρώτη φορά σε συνάντησα στο στέκι μου. Φίλος φίλων, βλέπεις. Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών μας χρόνων γνωρίζουμε καθημερινά πολλούς∙ οι περισσότεροι αδιάφοροι, εσύ όχι.

Είσαι απ’ τους ανθρώπους που τραβούν το ενδιαφέρον. Από εκείνα τα παιδιά που το μυστήριό τους σε τραβάει σαν μαγνήτης. Το δεύτερο που πρόσεξα σε σένα, αφού το πρώτα ήταν φυσικά το βλέμμα σου. Τόσο υποσχόμενο και τόσο μπερδεμένο ταυτόχρονα, ακατανόητο κι ό,τι δεν μπορείς να καταλάβεις συνήθως το ερωτεύεσαι.

Για να μην τα πολυλογώ η νύχτα τελείωσε εκεί, χωρίς να ανταλλάξουμε αριθμούς ή οποιονδήποτε τρόπο επικοινωνίας. Κι εγώ απλώς περίμενα την επόμενη φορά που θα σε έβλεπα με ανυπομονησία. Κουβαλούσα τη φίλη μου κάθε μέρα εκεί με τις ώρες, μπας και σε πετύχω και τελικά σε πέτυχα.

Καταλήξαμε πάλι όλοι στο ίδιο τραπέζι και τότε αποφάσισα πως δε θα μου ξέφευγες πάλι. Κάποιος πρότεινε πάλι παιχνίδι με χαρτιά, σας έδωσα την τράπουλά μου και φρόντισα όταν θα έφευγα να την κρατήσεις εσύ, προκαλώντας σε σε ένα παιχνίδι για δύο. Έτσι, σίγουρα θα σε ξαναέβλεπα και θα είχα και την αφορμή για να επικοινωνήσω. Τελικά την κράτησες κι αργά το βράδυ καταλήξαμε μαζί.

Αυτή ήταν η αρχή της περιπέτειάς μας. Τόσο μαγική όσο το βλέμμα σου. Αν και γνωρίζαμε πως οι συνθήκες δεν ήταν υπέρ μας, αυτό δε μας κράτησε πίσω. Τέτοιον έρωτα συναντάς μία, άντε δυο φορές στη ζωή σου. Έρωτας με την πρώτη ματιά. Παράλυση και μόνο στη σκέψη σου.

Σ’ ερωτεύτηκα κι αυτό δε θα στο πω ποτέ. Δεν μπορώ. Δεν ξέρω αν για σένα ήταν απλώς ένα καπρίτσιο ή ένας ενθουσιασμός, αλλά μάλλον ούτε αυτό θα το μάθω, μιας και δεν έχω τα κότσια να σε ρωτήσω ευθέως.

Για την ώρα, θα το ζήσουμε όσο περισσότερο μπορούμε. Άλλωστε, αν το δεις ποτέ, εσύ ξέρεις.

 

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη