Γράφει η Ε.

Δεν ξέρω αν ήταν μια στιγμή αδυναμίας ή αν μια στιγμή απόλυτης δύναμης που με κυρίευσε. Ήταν πάντως μια στιγμή άπειρα ρεαλιστική, για την οποία όλη μου η ψυχή ήταν προετοιμασμένη.

Εσύ κι εγώ -γιατί σε έχω βάλει πριν από μένα- σε ένα ημίδιπλο αντικριστά, χωρίς να ακούγεται καν μια αναπνοή. Η μόνη κίνηση κάτι χάδια που δεν ξεφεύγουν κάτω απ’ το λαιμό και δυο μάτια που ανοιγοκλείνουν μόνο και μόνο για δουν εκ νέου μια πανέμορφη εικόνα που εκτυλίσσεται μονάχα πάνω σε ένα πρόσωπο.

Κατάλαβα μέσα από ένα βλέμμα δικό σου πως το τώρα είναι μια στιγμή που δε χωράει ούτε το πριν ούτε το μετά. «Τώρα», σύμφωνα με τον ορισμό που δίνουμε εμείς, είναι εκείνη η στιγμή που σταματάει ο χρόνος και γύρω του χορεύουν κάθε λογής συναισθήματα, χωρίς καμία ανάμειξη αναμνήσεων, υπολειμμάτων τρίτων.

Ένα απλό καφέ μέσα σε δυο μάτια τόσο συνηθισμένα για τους άλλους, τόσο εξωπραγματικά για μένα. Κοιτάς μέσα τους και χάνεσαι, λες και βουτάς σε ένα πηγάδι δίχως πάτο. Και καθώς παίρνεις τον κατήφορο, στην ουσία μόνο ανυψώνεσαι αφού ανακαλύπτεις πόση αγάπη κρύβεται κάτω από μικρά πράγματα.

Ανταλλάξαμε βλέμματα τόσο αυθόρμητα κι αληθινά και ξαφνικά κάθε νεκρό συναίσθημα έφυγε απ’ την ψυχή μας. Κι έμειναν μόνο αυτά τα ζωντανά που κυλάνε μέσα στο αίμα μας και πυροδοτούν την καρδιά μας. Κι εκείνη τη στιγμή δε θέλαμε πολλά, μόνο ο ένας τον άλλο. Και κάπως έτσι ήμασταν ευτυχισμένοι που είχαμε μια στέγη πάνω από το κεφάλι μας κι έναν άνθρωπο να πάρουμε αγκαλιά, το δικό μας άνθρωπο.

Πάντα κοιτάμε εκεί που θέλουμε, έστω και στιγμιαία. Κι εγώ ούτε μια στιγμή δε θέλησα να κοιτάξω το ταβάνι, τα παπλώματα, τον τοίχο. Δεν ήθελα να κοιτάξω αλλού πέρα από εσένα, δεν ήθελα να φτιάξω πάλι εικόνες που έχω ξαναζήσει. Ήθελα μόνο να φυλακίσω τη στιγμή αυτή και να την απαθανατίσω επ’ ακριβώς με τους δικούς μου φωτογραφικούς φακούς.

Ίσως φανεί χαζό που με πήρανε τα κλάματα και τα έπνιγα λίγο-λίγο πάνω στο μαξιλάρι, αλλά λέξεις δε χωρούσαν και τέτοια ομορφιά δύσκολα θα μπορούσα να περιγράψω. Δε θα άφηνα καμία λέξη που κόβει να χαλάσει αυτή την ασάλευτη σιωπή που έχει ντυθεί απ’ άκρη σ’ άκρη μ’ έρωτα.

Μου έδειχνες την αγάπη σου με την πιο αγνή μορφή, κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Και δε χρειάστηκαν ούτε υπερβολικοί ρομαντισμοί, ούτε ρομάντζα της πλάκας για να τα καταφέρεις. Μόνο μερικά βλέμματα και κατάλαβα τα πάντα, όλα τα κομμάτια μου που φυλάς στην ψυχή σου.

Είναι τόσο όμορφη η σιγή όταν μαρτυρά τα πιο αληθινά ερωτόλογα. Πατούσαμε τόσο σταθερά τα πόδια μας στη γη, αλλά πάνω από εμάς έκαναν κυκλικές κινήσεις τα αμοιβαία συναισθήματά μας. Το δικό μου να γίνεται δικό σου κι αντίστροφα. Κλείσαμε το φως, ήρθε σκοτάδι κι ούτε λίγο δε μας τρόμαξε γιατί όλους μας τους φόβους τους εναποθέσαμε σε ένα κρεβάτι βουβών στεναγμών.

Κλείσαμε και τα μάτια τελείως έπειτα, να ξεκουραστεί η ψυχή μας μία και καλή. Κάναμε όνειρα πολλά εκείνο το βράδυ, αλλά τα παίξαμε πάνω σε αλλιώτικα σανίδια. Με αυτό τον τρόπο μας βρήκε το ξημέρωμα. Παράθυρα δεν κατεβάσαμε και μας χάιδεψε ο ήλιος.

Και μετά σε χάιδεψα και εγώ, να σου δείξω την ευγνωμοσύνη μου για το βράδυ που πέρασε. Για το βράδυ που πάγωσε ο χρόνος σ’ ένα βλέμμα. Που ήταν η πρώτη φορά που φόρεσα παρωπίδες, αλλά λάτρεψα αυτή τη μονοδιάστατη οπτική που προσφέρει ο έρωτας.

 

Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή