Γράφει ο Π.

 

Ίδιο έργο, διαφορετική χρονιά. Γιατί όπως είπες κι εσύ, μωρό μου, το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού. Και πάλι ξανακύλησα μαζί σου. Στη γύμνια που άφησες στην ψυχή μου όταν για ακόμη μια φορά έστησα τα αισθήματά μου στο τοίχο για σένα κι εσύ τα εκτέλεσες.

Ξέρεις τι έκανες, ρε; Σου έδωσα ό,τι ένιωσα κι εσύ τα πέταξες στα σκουπίδια της γαμημένης σου υπεροψίας. Ακόμα ένα τρόπαιο στην ενίσχυση του εγωισμού σου. Κι αυτή η φωνή που έπνιξα μέσα μου και μου ‘λεγε «φύγε» είχε τόσο δίκαιο. Γιατί δεν αγάπησα το σώμα σου για να αρκούν ένα-δυο μήνες ηδονής, αλλά το μέσα σου. Αγάπησα τον άνθρωπο που νόμισα πως είδα. Την ηδονή τη βρίσκω πια στις στιγμές και στα ρίσκα. Πίστεψα πως απ’ την πρώτη στιγμή που σε είδα ήταν γραφτό, αλλά τον τελευταίο καιρό γραφτά ήταν τα αλλεπάλληλα χαστούκια που δέχτηκε ο εγωισμός μου.

Θέλω να ξέρεις πως μαζί σου πέθανε το τελευταίο καλό κομμάτι του εαυτού μου. Θέλω να ξέρεις πως τις τρύπες που μου άνοιξες δεν κατάφερα να τις μπαλώσω. Κι ας ήρθα εκατό φορές κοντά σου. Κι ας με έδιωξες ξανά και ξανά. Νόμισα πως φοβήθηκες αυτά που –σαν παιδί πίστεψα ουτοπικά ότι– ένιωθες για μένα. Γιατί εγώ τα μάτια σου κοιτούσα, μα προφανώς πρέπει να δω οφθαλμίατρο.

Κι ακόμα κι κλείσω τις πληγές, κοντά σου θα ‘ρθω σαν πεινασμένος σε συσσίτιο. Γιατί χωρίς εσένα όλα είναι ίδια. Όλα είναι αδιάφορα. Κι ας ξέρω πως κάθε που θα έρχομαι κοντά σου θα καίγομαι ξανά απ’ τη φωτιά σου. Γιατί η αδιαφορία σου ήταν η μεγαλύτερη ευγενική μαχαιριά που δέχτηκα. Κι ας ξέρω πως μόνο εγώ φταίω, γιατί την αλήθεια σου, εσύ, μου την πούλησες απ’ την αρχή. Εγώ θαμπώθηκα και την έκανα δική μου.

Να ξέρεις πως είναι παράξενο να αγαπάς το δολοφόνο σου. Είναι τόσο λυπηρό να περιμένεις συμπόνια και κατανόηση από ένα μέρος που δεν υπάρχει. Και με λυπάμαι ώρες-ώρες, μα το θεό, που τόσο ανήμπορος πια, περιμένω ακόμα εσένα. Ήταν πολλές οι στιγμές κι ήταν ακόμα πιο πολλά αυτά που ένιωσα και δεν ήξερα.

Θέλω να ξέρεις πως εγώ θα με φτιάχνω και θα με μπαλώνω. Θα γίνομαι, όμως, ξανά καινούργιος μόνο όταν έρχεσαι. Γιατί ποτέ δε θα μπορέσω να σ’ αφήσω. Ήσουν, αγάπη μου, η μεγαλύτερη ανεκπλήρωτη καύλα του μυαλού μου. Αρρώστια ανίατη το ανεκπλήρωτο. Κι ας γελώ υστερικά με την κατάντια του περιβόητου έρωτά μου -μονόπλευρος κι αυτός.

Δεν ξέρω αν υπάρξει ποτέ αντίο για μας μας. Δεν ξέρω καν πού θα μας βρει ζωή από εδώ και πέρα. Ξέρω πως σε γούσταρα όσο τίποτα ακόμα και στα δύσκολα. Κι όπως σου είπα, σήμερα, τώρα, δε φοβάμαι τίποτα πια. Γιατί τα έχασα όλα και τα ξανάκτισα. Κι ας είδες την τρέλα μου αυτή κι ας τη στήριξες. Εκατό φορές να με γκρεμίσεις, εκατό θα με βρεις.

Και σου ζητώ συγνώμη που σου νοίκιασα το μυαλό μου και μένεις συνέχεια εκεί. Δεν το ήθελα, δεν το επιδίωξα. Το ένιωσα και το γούσταρα. Κι άσε το μέλλον να μας φέρει ό,τι θέλει πια. Εγώ την αλήθεια μου στην έδωσα στο πιάτο. Καλή σου όρεξη, αγάπη μου.

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη